top

es

Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν.

Ὁ Χριστιανισμὸς στην Ἑλλάδα διαδόθηκε κυρίως ἀπὸ τὸν Απόστολο Παύλο καὶ τοὺς συνεργάτες τοῦ Λουκά, Τιμόθεο, Τίτο, Σίλα κ.ἄ. καὶ δευτερευόντως ἀπὸ τοὺς μαθητές τοῦ Χριστοῦ Πρωτόκλητο Ανδρέα καὶ Απόστολο Φίλιππο, σύμφωνα με αρχαιότατη παράδοση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Απόστολο Πέτρο (Κόρινθος).


Ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας των Ἀθηνῶν  Ὅπως ἐξιστοροῦν oἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ Παύλος, κατὰ τὴν Β' Ἀποστολικὴ Περιοδεία του, ὅταν, στὰ τέλη τοῦ 49 (ἢ τοῦ 50) μ.Χ., βρισκόταν στὴν Τρωάδα εἶδε τὴ νύχτα σὲ ὅραμα ἕναν ἄνδρα Μακεδόνα, ποὺ στεκόταν καὶ τὸν παρακαλοῦσε: «Διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πράξ. 16, 9). Θεωρώντας ὁ ἀπόστολος τὸ ὅραμα ὡς θεία ἐντολὴ νὰ εὐαγγελισθῇ τὸν Χριστό στὴν «κατείδωλον» Ἑλλάδα, πέρασε με τοὺς συνεργάτες του στὴ Σαμοθράκη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στῇ Νεάπολη καὶ στοὺς Φιλίππους (κοντὰ στὴ σημερινὴ Καβάλα) καὶ στὴ συνέχεια στὴν Ἀμφίπολη, στὴν Ἀπολλωνία, στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ Βέροια. Ἀπὸ ἐκεῖ κατέβηκε στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν Κόρινθο, πρωτεύουσα τότε τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας (ποὺ περιλάμβανε καὶ τὴ Στερεὰ Ἑλλάδα), ὅπου καὶ παρέμεινε ἐργαζόμενος Ἱεραποστολικὰ γιὰ ἕνα χρόνο καὶ ἕξι μῆνες (ἀρχὲς τοῦ 50 ὡς τὸ Φθινόπωρο τοῦ 51;). Τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδας ἐπισκέφθηκε καὶ στὶς ἑπόμενες περιοδεῖες του. Σύμφωνα μὲ νεότερους ὑπολογισμούς, στὴ Γ’ Περιοδεία (Ἄνοιξη 52-Ἄνοιξη 57) ἐπισκέφθηκε τὴ Μακεδονία (56 καὶ 57), τὴν Κόρινθο (Ἄνοιξη 56 καὶ Ἰανουάριο-Μάρτιο 57) καὶ στὴ συνέχεια, πορευόμενος ἀπὸ τοὺς Φιλίππους στὰ Ἱεροσόλυμα, πέρασε ἀπὸ τὴν Ἄσσο, τὴ Μυτιλήνη, τὴ Χίο, τὴ Σάμο, τὴν Κῶ καὶ τὴ Ρόδο. Τὸ 59-60, ὁδηγούμενος δέσμιος στὴ Ρώμη, πέρασε ἀπὸ τὴν Κρήτη. Στὴ Δ’ Περιοδεία του (Ἄνοιξη 62-Ἄνοιξη 65) ἐπισκέφθηκε τὴν Κρήτη (Ἄνοιξη-Καλοκαίρι 63), τὴ Μακεδονία (τέλη 63), τὴν Ἤπειρο (64) καὶ πάλι τὴ Μακεδονία (Χειμῶνας 64-65).

Δίκαια, ἑπομένως, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖται ὡς ὁ κατ' ἐξοχὴν ἀπόστολος τῆς Ἑλλάδας καὶ Ἱδρυτὴς τῶν περισσοτέρων τοπικῶν της Ἐκκλησιῶν, καὶ ἀνάμεσα τοὺς καὶ αὐτῆς τῶν Ἀθηνῶν. Στὴν Ἀθήνα, τὴ «θεοσεβεστάτην» κατὰ τὸν Σοφοκλῆ (Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 260) καὶ «θεοφιλῆ» κατὰ τὸν Πλάτωνα (Μενέξενος, 273 c), ὁ Παῦλος ἔφθασε μὲ πλοῖο, προερχόμενος ἀπὸ τὴ Βέροια, τὸ 51 (ἢ τὸ 50) μ.Χ. Ἀφοῦ παρέπλευσε τὸ Σούνιο, ἀποβιβάστηκε στὸ Παλαιὸ Φάληρο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, μέσῳ τῆς σημερινῆς Λεωφόρου Συγγροῦ, ἔφθασε στὸ «κλεινὸν ἄστυ». Στὸν δρόμο, στὸ ὕψος τῆς σημερινῆς ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τῆς Νέας Σμύρνης (ὁδὸς Ἁγίων Θεοδώρων, κοντὰ στὸν Πανιώνιο), ἀντίκρισε καὶ τὸν πρῶτο βωμό, ποὺ εἶχαν ἀνιδρύσει οἱ Ἀθηναῖοι «Τῷ ἀγνώστῳ Θεῶ». Βωμοὺς μὲ τὴν ἴδια ἢ παρόμοια ἀφιέρωση εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ δεῖ καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τῆς πόλης, ἀφοῦ ὑπῆρχαν πολλοὶ αὐτὰ τὰ χρόνια, ὅπως βεβαιώνουν οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς Φιλοστόργιος, Παυσανίας καὶ Διογένης Λαέρτιος.

Ἡ Ἀθήνα, ὡς πόλη τοῦ πνεύματος, ποὺ οἱ κάτοικοί της εἶχαν πολλὲς πνευματικὲς ἀναζητήσεις καὶ ἦταν περίεργοι καὶ πρόθυμοι στὸ νὰ ἀκοῦν καὶ νὰ ὁμιλοῦν γιὰ νέα πράγματα, εἶχε πολλὲς ἰδιαιτερότητες, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου σ’ αὐτὴ ἀπαιτοῦσε ἰδιαίτερη προσοχὴ καὶ μέθοδο, προκειμένου νὰ φέρει κάποια ἀποτελέσματα. Ὁ Παῦλος, ἔχοντας σοβαρὴ ἑλληνικὴ μόρφωση, ἀφοῦ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ταρσό της Κιλικίας, ποὺ ἀποκαλοῦνταν «Συριάδες Ἀθῆναι», ἤξερε προφανῶς καλὰ τὸ κλίμα καὶ ἐργάστηκε μὲ σύνεση, μολονότι μέσα του ὀργιζόταν, γιατί ἡ περίφημη γιὰ τὴ σοφία της πόλη ὄχι μόνο δὲν μπόρεσε νὰ ξεπεράσει τὴ λατρεία τῶν εἰδώλων καὶ ν’ ἀναχθεῖ στὴν πίστη τοῦ Ἑνὸς καὶ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ἀντίθετα, ἔφθασε νὰ τιμάει ἀκόμα καὶ ἕνα ὁλόκληρο πλῆθος ἀνατολικῶν, αἰγυπτιακῶν καὶ ρωμαϊκῶν θεοτήτων (μηδὲ τῆς θεᾶς Ρώμης ἐξαιρουμένης, ὅπως ἀποδεικνύει ὁ βωμός της ἀνατολικὰ τοῦ Παρθενῶνα). Μὲ ὑπομονὴ συζητοῦσε καθημερινὰ μὲ τοὺς Ἰουδαίους τῆς συναγωγῆς, μὲ τοὺς θεοσεβεῖς προσήλυτους, μὲ ὅλους ὅσους συναντοῦσε στὴν Ἀγορά – τῆς ὁποίας τὰ κατάλοιπα σώζονται ἀκόμα ἀνάμεσα στὴν Ἀκρόπολη, τὸ Θησεῖο καὶ τὸ Μοναστηράκι – εὐαγγελιζόμενος σ’ αὐτοὺς «Ἰησοῦν καὶ τὴν Ἀνάστασιν» (Πράξ. 17, 18). Ἀνάμεσά τους ἦταν καὶ πολλοὶ ἐπικούρειοι καὶ στωικοὶ φιλόσοφοι.

Ὁπωσδήποτε ἡ παρουσία καὶ ὁ λόγος τοῦ ταπεινοῦ ἀλλὰ καὶ σπινθηροβόλου Ἰουδαίου ἐντυπωσίασαν τοὺς Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι θέλησαν νὰ ἀκούσουν ἐπισημότερα τὴ διδαχή του καὶ γι’ αὐτὸ τὸν προσκάλεσαν νὰ τοὺς ἀναπτύξει καὶ ἀπὸ τὸ βῆμα τοῦ Ἀρείου Πάγου, στὸν λοφίσκο δυτικὰ τῆς Ἀκρόπολης, τὴν παράδοξη γι’ αὐτοὺς διδασκαλία του. Στάθηκε ὁ Παῦλος στὴ μέση τοῦ Ἀρείου Πάγου καί, ἐνῷ γύρω ἡ ματιά του ἀντίκριζε, μέσα σὲ μιὰ διαυγῆ καὶ λαμπρὴ ἀτμόσφαιρα, τὸν περικαλλῆ ἀκόμα Παρθενῶνα καὶ τὰ ἄλλα εἰδωλολατρικὰ σεβάσματα, ἄρχισε τὴ δημηγορία του. Στὴν ἀρχὴ ἔπλεξε τὸ ἐγκώμιο τῶν θεοσεβῶν Ἀθηναίων καὶ στὴ συνέχεια, μὲ ἀφορμὴ τοὺς βωμοὺς τῆς πόλης, ἀποκάλυψε πὼς ὁ Ἄγνωστος Θεός, ποὺ τιμοῦν χωρὶς νὰ τὸν ξέρουν, δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Ἕναν καὶ Μοναδικὸ Θεό, τὸν Δημιουργὸ τοῦ παντός, τὸν ἀνενδεή, τὸν χορηγὸ τῆς ζωῆς, τὸν πανταχοῦ παρόντα, ποὺ βρίσκεται τόσο κοντά μας, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ τὸν ψηλαφίσουμε. Γιὰ ἐπίρρωση τῶν λόγων του, καὶ δεδομένου ὅτι τὸ κήρυγμά του παρακολουθοῦσε ἡ ἀνώτερη διανόηση τῆς πόλης, χρησιμοποίησε καὶ ρήσεις ἀρχαίων φιλοσόφων, ὅπως «τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν», ποὺ ἀπαντᾶται στὸν Ὕμνον εἰς Δία τοῦ στωικοῦ Κλεάνθη καὶ στὰ Φαινόμενα καὶ Αἰοσημεία τοῦ ποιητῆ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Ἀράτου ἀπὸ τὴν πατρίδα του Κιλικία. Ἀκολούθως ὁ ἀπόστολος, ἀφοῦ μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια τόνισε ὅτι ὁ Ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ ἑπομένως δὲν εἶναι ἕνα ἔργο τέχνης ἀπὸ χρυσὸ ἢ ἀπὸ ἄργυρο (ὅπως ἡ χρυσελεφάντινη Ἀθηνᾶ τοῦ Παρθενῶνα), μὲ θάρρος καὶ παρρησία, μπροστὰ σ’ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ἢ ἀγνωστικιστικὸ ἀκροατήριο, δίδαξε τὴν ἐπιστροφὴ στὴ λατρεία τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ καὶ τὴ μέλλουσα κρίση διὰ τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου. Τὸ σημεῖο αὐτό, στὸ ὁποῖο ὁ Παῦλος ἔκανε μνεία γιὰ ἀνάσταση νεκρῶν, προκάλεσε τὴ χλεύη καὶ τὴν περιφρόνηση μερικῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ὁμιλία νὰ διακοπεῖ. Αὐτὸ ἦταν περίπου ἀναμενόμενο, ἀφοῦ τὸ κήρυγμα τῆς ἀνάστασης θεωρεῖται μωρία ἀπὸ τοὺς σκεπτικιστὲς κάθε ἐποχῆς. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὑπῆρξε μιὰ μικρὴ ζύμη. Μερικοὶ πίστεψαν καὶ ἀνάμεσά τους ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος καὶ ἡ Δάμαρις. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Διονύσιος ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς πόλης.

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, εὐγνωμονῶντας τὸν Μεγάλο Ἀπόστολό Της, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1951, μὲ τὴ συμπλήρωση 1.900 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἔλευσή του στὴν Ἑλλάδα, διοργάνωσε διορθόδοξες ἐκδηλώσεις, ἐνῷ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν ἔχει ἀνεγείρει ναὸ πρὸς τιμήν του καὶ ἀπὸ τὸ 1923, ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’ του Παπαδοπούλου, καὶ ἑξῆς τελεῖ κάθε 29 Ἰουνίου πανηγυρικὸ ἑσπερινὸ στὸν τόπο, ὅπου ἐπίσημα ὁ Παῦλος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Ἀθηναίους. Ἐπίσης, ὁ Δῆμος Ἀθηναίων ἔχει δώσει τὸ ὄνομά του στὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ Θησεῖο στὴν Ἀκρόπολη.

Ἔτος 50 ἕως 733.

Ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ὁ Παῦλος ἔσπειρε στὴν Ἀθήνα ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, ἀπέδωσε πλούσιους καρπούς. Τὴν ὕπαρξη σημαντικῆς χριστιανικῆς κοινότητας στὴν Ἀθήνα, ἤδη ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 1ου αἱ., ἐπιβεβαιώνει ἕνα ὁλόκληρο πλῆθος στοιχείων. Ἀπὸ τοὺς ἀρχαιότερους μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ ἐπίσκοποι τῶν Ἀθηνῶν Διονύσιος ὃ Ἀρεοπαγίτης (†τέλη 1ου αἱ.), Νάρκισσος (†ἀρχὲς 2ου αἱ.), Πούπλιος (†πρῶτο τέταρτο 2ου αἱ.) καὶ Κοδράτος, ποὺ γύρω στὰ 124-125 ἢ 129 ἐπέδωσε ἀπολογία στὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανό, ἐνῷ μαρτυροῦνται καὶ οἱ «ἐν εἰρήνῃ κοιμηθέντες» ἐπίσκοποι Ἰερόθεος, «θεοφιλως πολιτευσάμενος» (†τέλη 1ου αἱ.), Λεωνίδης (+250) καὶ Κλημάτιος, ὁ ὁποῖος κατέλιπε φήμη ὁσίου ἀνδρός (+4ος αἱ.). Ἀθηναῖοι εἶναι καὶ οἱ ἀπολογητὲς τοῦ 2ου αἰ. Ἀριστείδης, ποὺ ἐπέδωσε ἀπολογία πιθανότατα στὸν αὐτοκράτορα Ἀδριανὸ (117-130), καὶ ὁ «φιλόσοφος» Ἀθηναγόρας, ποῦ γύρω στὸ 176-178 ἐπέδωσε τὴν ἀπολογία Πρεσβεία Περὶ Χριστιανῶν στὸν Αὐτοκράτορα Μᾶρκο Αὐρήλιο. Ἀθηναῖοι εἶναι καὶ οἱ μάρτυρες ἐπίσκοποι Ρώμης Ἀνακλητὸς (77-78), Ὕγινος (136-140) καὶ Ξύστος (Σίξτος) Β' (257-258).

Ἀκόμα μνημονεύουμε δύο σημαντικὰ γεγονότα: Μετὰ τὸ 165 ὁ ἐπίσκοπος Κορίνθου Διονύσιος (†188) ἔγραψε ἐπιστολὴ Πρὸς Ἀθηναίους, Διεγερτικὴ Πίστεως καὶ τῆς Κατὰ τὸ Εὔαγγέλιόν Πολιτείας, ἢ ὁποῖα δυστυχῶς δὲν διασώθηκε, ἐνῷ πιθανότατα Ἀθηναῖοι εἶναι καὶ ὁ φιλόσοφος Πάνταινος, ἱδρυτὴς τῆς Κατηχητικῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας (†γύρω στὰ 200), καὶ ὁ μαθητὴς τοῦ πρεσβύτερος Κλήμης, γνωστὸς ὡς ὁ Ἄλεξανδρέύς (150-215), τὸν ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων Ἀλέξανδρος χαρακτηρίζει «μακάριον πρεσβύτερον, ἄνδρα ἔνάρετόν καὶ δόκιμον (...) δς (...) ἔπεστήριξέν τε καὶ ἠυξησεν τὴν τοῦ Κυρίου ἔκκλησίάν».

Ὁ Κλήμης ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ μεγάλου Ὠριγένη καὶ ἴσως τὸ γεγονὸς αὐτὸ νὰ συνέβαλε καὶ σὲ δύο ἐπισκέψεις τοῦ δεύτερου στὴν Ἀθήνα (230 καὶ 240). Ὅ Ὠριγένης γράφει ὅτι ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν εἶναι «πραειά τις καὶ εὐσταθὴς ἀτε Θεῶ ἄρέσκέίν τὼ ἐπὶ πᾶσιν βουλομένη». Ἀλλὰ καὶ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα (σταυροί, πήλινοι λύχνοι, ἐπιτάφιες πλάκες, παλαιοχριστιανικὲς βασιλικές), ποῦ τοποθετοῦνται στὰ μέσα τοῦ 4ου αἵ. μ.Χ., ἐποχὴ ποῦ ἀφέθηκε νὰ ἐκδηλωθεῖ ἐλεύθερα καὶ δημόσια ὃ χριστιανικὸς βίος, μαρτυροῦν τὴ σταδιακὴ ρωμαλεότητα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἀθηνῶν. Μνημονεύουμε ἐνδεικτικὰ τὶς βασιλικὲς ποῦ ὑψώνονταν στὸν χῶρο τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Ἀδριανοῦ (Τετράκογχο), στὸν εὐρύτερο χῶρο τῶν Στύλων του Ὀλυμπίου Διός, κοντὰ στὸν Ἰλισό, στὶς δυτικὲς παρυφὲς τοῦ Λυκαβηττοῦ, στὸν χῶρο ὅπου βρίσκεται ἡ σημερινὴ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ Πατησίων καὶ ἀλλοῦ, καθὼς καὶ τὸ χριστιανικὸ κοιμητήριο ποῦ ὑπῆρχε στὴ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ Λυκαβηττοῦ. Ὤς χριστιανικὴ κοινότητα ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν ἀρχικά, ὅπως γενικὰ ἴσχυε, ἦταν αὐτόνομη ἐπισκοπή, ἐνῷ στὴ συνέχεια, ἀπὸ τὸν 2ο αἵ. καὶ ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἵ., ἀποτέλεσε τὴν 1η Ἐπισκοπὴ τῆς Μητροπόλεως Κορίνθου, ποὺ καὶ αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἵ. ὑπήχθη στὴ Μητρόπολη καὶ Ἐξαρχία Θεσσαλονίκης καὶ δι’ αὐτῆς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.

Ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους Ἀθηνῶν τῶν χρόνων αὐτῶν, ἐκτὸς ἀπὸ ὀσους ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, σημειώνουμε τὸν Πιστό, τὸν Μόδεστο, τὸν Ἀθανάσιο καὶ τὸν Ἰωάννη, ποὺ πῆραν ἀντίστοιχα μέρος στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Α’ (325), Γ (431), Δ’ (451) καὶ ΣΤ’ (680), καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἀνατόλιο, ποὺ πῆρε μέρος στὴν Τοπικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 459, καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα, ποὺ πῆρε μέρος στὴν Πενθέκτη Οἰκουμενικὴ (692) καὶ ὑπογράφει τὰ Πρακτικὰ τῆς (†19-10-693). Τέλος, ἂς σημειωθεῖ ὀτι γύρω στὸ β’ μισὸ τοῦ 5ου αἵ. μετετράπησαν σὲ χριστιανικὲς ἐκκλησίες τῆς Παναγίας ὁ Παρθενῶν καὶ τὸ Ἐρέχθειο καὶ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸ λεγόμενο σήμερα «Θησεῖο» (ναὸς τοῦ Ἡφαίστου), καθὼς καὶ ἄλλα ἀρχαῖα ἱερὰ τῆς πόλης.

Έτος 733 έως 1456 .

Ὅταν τὸ 733, μὲ ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Γ’ του Ἰσαύρου, ἡ Ἐξαρχία τῆς Θεσσαλονίκης ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ ὑπήχθη στὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως «διὰ τὸ ὑπὸ τῶν ἐθνῶν κατέχεσθαι τὸν πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης», ἦταν ἑπόμενο ν’ ἀκολουθήσουν καὶ οἱ μητροπόλεις καὶ ἐπισκοπὲς ποὺ ὑπάγονταν σ’ αὐτή, καὶ ἀνάμεσα τους, βέβαια, καὶ ἡ Ἀθηνῶν. Τὸν 8ο αἰ. πιθανότατα (οἱ πηγὲς δὲν εἶναι ἀρκούντως σαφεῖς), ἡ ἐπισκοπὴ Ἀθηνῶν προήχθη σὲ αὐτοκέφαλη ἐπισκοπή, κατόπιν σὲ ἀρχιεπισκοπὴ καὶ τέλος σὲ μητρόπολη. Ἡ προαγωγὴ σὲ μητρόπολη ὑπολογίζεται νὰ ἔγινε γύρω στὸ 787 ἢ τὸ πολὺ ὡς τὰ μέσα τοῦ 9ου αἱ., δεδομένου ὅτι ἡ ἀκριβὴς χρονολόγηση τῶν σωζόμενων Τακτικῶν, ποὺ μᾶς πληροφοροῦν σχετικά, δὲν εἶναι δυνατή, γιατί σὲ μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ἔχουν ἐνταχθεῖ προφανῶς καὶ παλαιότερα στοιχεῖα (ἴσως καὶ τοῦ 7ου αἰῶνα), ὅμως ὡς ἀφετηρία τῶν πρώτων ἀπὸ αὐτὰ λαμβάνεται τοὐλάχιστον ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (787) καὶ τέρμα τὰ τέλη τοῦ 9ου αἰ.

Ὡς πρὸς τὴν «Τάξιν προκαθεδρίας τῶν Μητροπολιτῶν» δυστυχῶς τὰ παλαιότερα σωζόμενα «Τακτικὰ» (Jean Darrouzes, Notitiae Episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Paris 1981) παρουσιάζουν πάλι συναφεῖς δυσεπίλυτες δυσκολίες. Γιὰ τοὺς κρίσιμους 8ο καὶ 9ο αἰ. σημειώνονται τὰ ἑξῆς:

Notitia 2 (8ος-9ος αἱ.): «λδ’ ἐπαρχία Ἑλλάδος· ὁ Ἀθηνῶν» (34ος ἐπὶ συνόλου 37 μητροπολιτῶν).

Notitia 3 (τέλη 8ου ἡ ἀρχὲς 9ου αἱ.): «μὴ’ ἐπαρχία Ἑλλάδος· ὁ Ἀθηνῶν» (48ος ἐπὶ συνόλου 49 μητροπολιτῶν).

Notitia 5 (9ος αἱ.): Δὲν καταγράφεται στὴ σειρὰ τῶν μητροπολιτῶν, ὅπως στὰ προηγούμενα «Τακτικά», ἀλλὰ σημειώνεται: «Εἶσὶ δὲ καὶ οἱ ἀποσπασθέντες ἐκ τῆς ρωμαϊκῆς διοικήσεως, νῦν δὲ τελοῦντες ὑπὸ τὸν θρόνον Κωνσταντινουπόλεως (...) ἐπαρχία Ἑλλάδος· ὁ Ἀθηνῶν».

Notitia 6 (9ος αἱ.): «Εἰσὶν καὶ οἱ ὑπὸ τὴν Δύσιν ἐπαρχία Σικελίας· ὁ Συρακούσης, ὁ Θεσσαλονίκης, ὁ Ἀθηνῶν» (ὡς τὸ 965 ἡ Σικελία, ἑπομένως καὶ οἱ Συρακοῦσες, ἀνῆκαν στὸ βυζαντινὸ κράτος).

Notitia 7 (Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νικολάου Μυστικοῦ, 901-902): «κὴ’ αἱ Ἀθῆναι» (28ος, ἐπὶ συνόλου 51 μητροπολιτῶν). Τὴ σειρὰ αὐτὴ (28ος) ὁ Ἀθηνῶν συνεχίζει νὰ κατέχει ὡς καὶ τὸν 12ο αἱ., ἐνῷ ἐπὶ Ἀνδρόνικου Β’ Παλαιολόγου τοῦ Γέροντος (1282-1328) κατεβαίνει 35ος. Ἔτσι, ὁ Ἀθηνῶν, μητροπολίτης τῆς «ἐπαρχίας Ἑλλάδος» (Στερεᾶς) ἢ καὶ «πάσης Ἑλλάδος» στὴ σειρὰ τῶν μητροπολιτῶν ἀρχικὰ (τέλη 8ου-μέσα 9ου αἱ.) εἶναι 34ος, κατόπιν 48ος καὶ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἰ. ἕως καὶ τὸν 12ο αἰ. 28ος, ἐνῷ ἐπὶ Ἀνδρόνικου Β’ 35ος, γιὰ νὰ ἐπανέλθει στὴν 28η θέση ἐπὶ Ἀνδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου (1328-1341). Στὰ τέλη πιθανότατα τοῦ 14ου αἰ. καὶ τὸ α’ μισὸ τοῦ 15ου αἰ. ἀνεβαίνει στὴν 21η θέση.

Ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκοπῶν, τὸν 9ο αἰ. στὸν μητροπολίτη Ἀθηνῶν ὑπάγονται 39 ἐπισκοπές, ποὺ ἡ ταύτιση σήμερα δὲν εἶναι γιὰ ὅλες εὐχερὴς καὶ ἐπιτυχής, πλὴν ὅμως βρίσκονται ὅλες στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ καὶ τὴν Εὔβοια: Κύδνας (Κύθνου), Κεοῦ (Κέας), Βαλιαμίνας (Ταλαμίνης, Σαλαμῖνος), Μύκων, Λιτνάδας (Τανάγρας), Ὀσπέους (Σκύρου), Ἐδέψου (Αἰδηψοῦ), Πορτίνου (Πορθμοῦ Εὔβοιας), Κάποιας (Καρυστίας), Θερμοπυλῶν (Θερμοπυλῶν), Σκαπφείας (Σκαρφίας, στὴ Λοκρίδα), Ἐλατίας, Ἀβαΐας (Ἄβας ἡ Ἄβης Φωκίδος), Ὀπῆς (Ὀποῦντος), Ἀναστασίας, Βομελίτου, Ἀντιέδου ἢ Ἀνθόδων (Ἀνθηδῶνος Βοιωτίας), Θηβαΐδου (Θηβῶν), Δρυμίας (στὴ Λοκρίδα), Ὕττου, Κηρονίας (Χαιρώνειας), Κοπονίας (Κορωνίας), Ὅλας (Αὐλῶνος), Ἐπίας (Εὐριπίας, Εὐρίπου), Θηθήπου (Τιθώρας, Τιθορέας), Λιβαδειάς, Πλατιᾶς (Πλαταιῶν), Τλεσίνας (Ἐλευσίνας), Δαύμας ἡ Δαύλιας (Διαυλείας), Μεδάπας ἢ Μαγάρων (Μεγάρων), Ἀμφησίας (Ἀμφίσσης), Δελφῶν, Ἀμβροσίας ἢ Ἀμβρόσου (Ἀμβρύσου Παρνασσίδος), Ἀμπισύρας (Ἀντίκυρας), Στίπης (Στειρίου), Θησάβας (Θεσπιῶν), Ἐδοσθήνας (Αἰγοσθένων), Πάδου ἢ Παγῶν (Πηγῶν Μεγαρίδος) καὶ Μεδάρας. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 10ου αἱ., ἐπὶ πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικοῦ (901-907), στὸν Ἀθηνῶν ὑπάγονται οἱ ἀκόλουθες 10 ἐπισκοπές: Εὐρίπου, Δαύλειας (Διαυλείας), Κορώνειας, Ἄνδρου, Ὠρείου (Ὠρεοῦ), Σκύρου, Καρύστου, Πορθμοῦ, Αὐλῶνος καὶ Σύρας (Notitia 3).

Στὰ περισσότερα χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας στὴν Ἀθήνα (1204-1456) ὁ ὀρθόδοξος μητροπολίτης ἀναγκάστηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἕδρα του, τὴν ὁποία κατέλαβε Λατῖνος ἀρχιεπίσκοπος, τὸ Πατριαρχεῖο ὅμως Κωνσταντινουπόλεως συνέχισε σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια νὰ χειροτονεῖ μητροπολῖτες Ἀθηνῶν, οἱ ὁποῖοι ἢ διέμεναν στὴν Κωνσταντινούπολη ἢ μὲ τὸν τίτλο τοῦ «Προέδρου» ποίμαιναν ἄλλες μητροπόλεις. Οἱ ὀρθόδοξοι ἱερεῖς κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ χειροτονοῦνταν ἀπὸ διερχόμενους ὀρθοδόξους ἀρχιερεῖς, προκειμένου ὅμως νὰ τοὺς ἐπιτραπεῖ ν’ ἀσκήσουν τὰ καθήκοντά τους ἦταν ὑποχρεωμένοι νὰ ἀσπάζονται τὸ χέρι τοῦ Λατίνου ἀρχιεπισκόπου καὶ ἔτσι νὰ δηλώνουν τὴν ὑποταγή τους σ’ αὐτόν.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ κράτησε ἕως τὰ τέλη τοῦ 14ου αἱ., ὥσπου δηλαδὴ τὴν Ἀθήνα ἄρχισε νὰ κυβερνάει ἡ φλωρεντινὴ οἰκογένεια Ἀτζαϊώλη, ὁπότε, μὲ πολλὲς ὅμως δυσκολίες καὶ διακυμάνσεις, ἐπετράπη ἡ ἐγκατάσταση ὀρθόδοξου μητροπολίτη στὴν Ἀθήνα, ὁ ὁποῖος πλέον δὲν διέμενε στὴν Ἀκρόπολη (τὴν ὁποία συνέχιζε νὰ κατέχει ὁ Λατῖνος ἀρχιεπίσκοπος), ἀλλὰ σ’ ἕναν ταπεινὸ οἰκίσκο στὶς παρυφὲς τοῦ λοφίσκου τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ ὡς μητροπολιτικό του ναὸ εἶχε τὸν ἐκεῖ κοντὰ εὑρισκόμενο ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη. Κατὰ τὸ τέλος τῆς περιόδου αὐτῆς (15ος αἱ.), ὁ Ὀρθόδοξος Ποιμενάρχης τῶν Ἀθηνῶν ἔφερε, ὅπως γράφει ὁ Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, τὸν τίτλο «Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, Ἔξαρχος ἁπάσης Ἑλλάδος, Πρόεδρος Θηβῶν καὶ Νέων Πατρῶν».

Λίγο πρίν, τὸ 1371, ἐπὶ πατριάρχη Φιλόθεου, εἶχαν ὑπαχθεῖ καὶ οἱ ἐπισκοπὲς Νέων Πατρῶν (Ὑπάτης) καὶ Αἰγίνης. Στὸ διάστημα αὐτὸ τῶν ἑπτακοσίων ἐτῶν (733-1456) ἀρκετοὶ σπουδαῖοι ἀρχιερεῖς κόσμησαν τὸν θρόνο τῶν Ἀθηνῶν. Ἀνάμεσά τους ὁ Ἰωάννης ὁ Βλαχερνίτης (1145-1160), ὁ ὁποῖος πῆρε μέρος σὲ σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὸ παλάτι των Βλαχερνῶν, ὁ Νικόλαος ὁ Α’ ὁ Ἁγιοθεοδωρίτης (1166-1175), ἄνδρας μεγάλης παιδείας καὶ ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας, καὶ ὁ Μιχαὴλ Χωνιάτης Ἀκομινάτος. (1181-1222).

Ἔτος 1456 ἕως 1833 .

Μετὰ τὴν κατάληψη τῆς Ἀθήνας ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ τὴν κατάλυση τῆς Φραγκοκρατίας (1456), ἐγκατέλειψε τὴν πόλη καὶ ὁ Λατῖνος ἐπίσκοπος καὶ ἐγκαταστάθηκαν ὁριστικὰ πλέον οἱ ὀρθόδοξοι μητροπολῖτες, μὲ πρῶτο τὸν Ἰσίδωρο.

 Ὁ ἑκάστοτε μητροπολίτης, σύμφωνα μὲ ὅσα ἴσχυαν στὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία, ἀπέκτησε καὶ πολιτικὴ δύναμη, ἀφοῦ ἔγινε πρόεδρος τοῦ κοινοτικοῦ συμβουλίου τῆς πόλης. Τότε ἔλαβε καὶ τὸν τίτλο «Μητροπολίτης Ἀθηνῶν καὶ Λιβαδειάς, ὑπέρτιμος καὶ ἔξαρχος πάσης Ἑλλάδος», ἐνῷ τὸν 18ο αἰ. ὀνομάστηκε «Μητροπολίτης Ἀθηνῶν καὶ ἔξαρχος πάσης Ἑλλάδος καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων καὶ τὸν τόπον ἐπέχων του Καισαρείας». Τὴν ἴδια ἐποχὴ ὑπάγονταν στὴ μητρόπολη Ἀθηνῶν οἱ ἐπισκοπὲς Διαυλείας, Ταλαντίου, Ἄνδρου, Σκύρου, Σόλωνος (Σαλώνων, Ἀμφίσσης) καὶ Μενδενίτζης (στὴ Λοκρίδα). Ἀργότερα, τέλη τοῦ 18ου αἱ., ἡ ἐπισκοπὴ Ἄνδρου ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ μὲ τὴ Σῦρο ἀπετέλεσε ἰδιαίτερη μητρόπολη.

Ἀπὸ τοὺς σημαντικοὺς μητροπολῖτες τῆς πόλης αὐτὴ τὴν περίοδο, σημειώνουμε τὸν Νικάνορα, ἄνδρα πνευματικὸ καὶ δημοφιλῆ, ποὺ τὸ 1577 χειροτόνησε ἀρχιεπίσκοπο Αἰγίνης τὸν ἅγιο Διονύσιο τὸν ἐκ Ζακύνθου, τὸν Δανιὴλ (1636-1655), τὸν Ἄνθιμο Γ’ (1655-1676), ἀγαθό, ἱκανὸ καὶ λόγιο ἀρχιερέα, τὸν Μελέτιο Β’ (1703-1713), «τιμιώτατον, σοφώτατον καὶ εὐγενῆ κατά τε τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα», σύμφωνα μὲ Πατριαρχικὸ ἔγγραφο, καὶ συγγραφέα θεολογικῶν καὶ ἱστορικῶν ἔργων, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα καὶ τῆς Γεωγραφίας, τὸν Ζαχαρία (1734-1740), γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχει γραφεῖ πῶς στὴν ἐποχή του δὲν ὑπῆρχε «καλύτερος καὶ περισσότερο φιλόθεος», τὸν Ἄνθιμο τὸν Δ’ (1741-1763), ποὺ ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ τὴν ἐλάφρυνση τοῦ τυραννικοῦ ζυγοῦ τοῦ ποιμνίου του καὶ ἐνίσχυσε τὴν παιδεία, καὶ τοὺς Βαρθολομαῖο (1764-1780 μὲ διακοπὲς) καὶ Βενέδικτο (1781-1785 καὶ 1787-1796), ποὺ ἐργάστηκαν μὲ πολλοὺς κινδύνους γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ διαβόητου βοεβόδα τῆς πόλης Χατζῆ Ἀλὴ Χασεκή.

Ἐπεὶδὴ ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας της Ἀθηνιώτισσας (Παρθενῶν) εἶχε μετατραπεῖ σὲ τζαμί, καθεδρικὸς ναὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, ποὺ ἦταν ὁ μεγαλύτερος τῆς πόλης καὶ βρισκόταν στὴ σημερινὴ πλατεῖα Δημοπρατηρίου, στὴ συμβολὴ τῶν ὁδῶν Μητροπόλεως καὶ Αἰόλου. Στὰ μέσα τοῦ 17ου αἰ. στὴν Ἀθήνα ὑπῆρχαν 52 ἐνοριακὲς ἐκκλησίες (ἐπὶ συνόλου περίπου 150 σὲ ὅλη τὴ μητρόπολη) καὶ γύρω στὰ 150 παρεκκλήσια. Ὁ μεγάλος αὐτὸς ἀριθμὸς τῶν παρεκκλησίων, ποὺ κατὰ κανόνα ἦταν κτητορικὰ (ἰδιωτικά), ὀφείλεται τόσο στὴν εὐσέβεια τῶν ἰδιοκτητῶν τους, ὅσο καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ εὐπορότεροι Ἀθηναῖοι ἔχτιζαν μικρὲς ἰδιόκτητες ἐκκλησίες, γιὰ νὰ ἐκκλησιάζονται σ’ αὐτὲς μὲ τὶς κόρες τους, πού, ἂν κυκλοφοροῦσαν στοὺς δρόμους τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς σκλαβιᾶς, κινδύνευαν νὰ τὶς ἁρπάξουν οἱ Τοῦρκοι.

Τὴν εὐσέβεια τῶν Ἀθηναίων ἐπιμαρτυροῦν καὶ οἱ συχνὲς ἐπισκέψεις-προσκυνήματα στοὺς Ἁγίους Τόπους. Γράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἱστορικὸς τῶν Ἀθηνῶν Δήμ. Γρ. Καμπούρογλους: «Ἀμφιβάλλομεν ἂν ὑπάρχη ἄλλη πόλις τῆς κυρίως Ἑλλάδος, ἀριθμοῦσα τοσοῦτον ἀριθμὸν «χατζήδων», ὅσον αἱ Ἀθῆναι. Ὄυδ’ οἱ κίνδυνοι τοῦ ταξειδίου, οὐδ’ ἡ ἔλλειψις ἀσφαλείας, οὐδ’ αἱ ὑπέρογκοι δαπάναι ἴσχυον, ὅπως παρακωλύσωσι τοὺς Ἀθηναίους του νὰ μεταβαίνωσι κατ’ ἔτος εἰς τὸν Ἅγιον Τάφον καὶ ἐπιστρέφοντες κομισταὶ τῶν ἰδίων αὐτῶν σαβάνων νὰ προσκολλῶσιν εἰς τὰ ἐπώνυμά των τὸ τιμητικὸν καὶ ἀναπόσπαστον ἐφεξῆς του «χατζὴ» τίτλον, θεωρούμενοι οὕτως ὡς ὄντα μετέχοντα θεότητος. Ἡ μετὰ τοῦ Ἁγίου Τάφου ἐπικοινωνία ἐπηύξησε κυρίως ἐξ ὅτου οἱ Ἀθηναῖοι ἠυτύχησαν νὰ ἴδωσι συμπολίτας αὐτῶν ἀνυψούμενους εἰς τὸν πατριαρχικὸν τῶν Ἱεροσολύμων θρόνον».

Ἔτος 1833 κι ἑξῆς.

Μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση, μέ την, ἀνακήρυξη ἀπὸ τὴ Βαυαρικὴ Ἀντιβασιλεία τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸ 1833, ἱδρύθη ἡ Ἐπισκοπὴ Ἀττικῆς, ποὺ περιελάμβανε ὅλο τὸν σημερινὸ νομὸ (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ νησιὰ) καὶ εἶχε ἕδρα τὴν Ἀθήνα. Πρῶτος ποιμενάρχης διορίστηκε ὁ ὤς τότε Ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξᾶς, ὁ ὁποῖος εἶχε διακριθεῖ στὸν Ἀπελευθερωτικὸ Ἀγῶνα.

Μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τῆς 29ης Ἰουνίου 1850, ποὺ παραχωροῦσε τὸ Αὐτοκέφαλο στὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία (καὶ τὴ συνακόλουθη ἔκδοση τῶν Νόμων Σ’ καὶ ΣΑ’ τῆς 9-7-1852), στὶς 2-9-1850 μὲ Διάταγμα ἡ Ἐπισκοπὴ Ἀττικῆς ὀνομάστηκε Ἀθηνῶν καὶ ἀνυψώθη σὲ μοναδικὴ Μητρόπολη τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ὁ Μητροπολίτης της ὁρίστηκε μόνιμος Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Δύο χρόνια ἀργότερα, μὲ τὴν παραίτηση τοῦ ἀρχιερέα Σαμουὴλ τῆς προσωρινῆς Ἐπισκοπῆς Αἰγίνης, Ἀγκιστρίου καὶ Σαλαμῖνος, τὰ νησιὰ αὐτὰ ὑπήχθησαν στὴ Μητρόπολη Ἀθηνῶν. Μὲ τὸ ἄρθρο 2 τοῦ Ν. 2891/21-7-1922 (ΦΕΚ 124/25-7-1922, τ. Α’), ὅλες οἱ Ἐπισκοπὲς τῆς χώρας ἀνυψώθηκαν σὲ Μητροπόλεις, ἐνῷ στὸν Μητροπολίτη Ἀθηνῶν δόθηκε ὁ τίτλος «Μακαριώτατος Ὑπέρτιμος καὶ Ἔξαρχος πάσης τῆς Ἑλλάδος». Μὲ τὸν Καταστατικὸ Νόμο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 31ης Δεκεμβρίου 1923 (ΦΕΚ 387 τ. Α’), ποὺ καταρτίσθηκε μετὰ τὴν ἐκλογή, χειροτονία καὶ ἐγκατάσταση στὸν θρόνο τῶν Ἀθηνῶν τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, ὑλοποιήθηκε πρόταση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ ὁ Μητροπολίτης Ἀθηνῶν ἔλαβε τὸν τίτλο «Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος», τίτλο ποὺ διατηρεῖ ὤς σήμερα.

Τὸ 1936, λόγῳ τῆς ἁλματώδους αὔξησης τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ λεκανοπεδίου, μὲ τὸν ΑΝ 136 ἱδρύθη ἡ Μητρόπολη Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος, στὴν ὁποία ὑπήχθησαν ὅλη σχεδὸν ἡ ἐπαρχία Μεγαρίδος, ἡ νῆσος Σαλαμῖνα, ἡ Λαυρεωτικὴ καὶ πολλὲς περιοχὲς τῆς Βόρειας Ἀττικῆς (ἕδρα ἡ Κηφισιά). Τὸ ἴδιο ἔτος ἡ Αἴγινα ὑπήχθη στὴ μητρόπολη Ὕδρας καὶ Σπετσῶν. Τὸ 1947 προστέθηκαν στὴ Μητρόπολη Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος καὶ οἱ πόλεις Ἀμαρούσιο, Ἀχαρνές, Ἀσπρόπυργος, Ἐλευσῖνα καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κλειστῶν. Τὸ 1962, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Θεοκλήτου (18-1-1962), ὁ Πειραιᾶς, τὸ Νέο Φάληρο καὶ ἡ Νίκαια ἀπετέλεσαν τὴ νέα Μητρόπολη Πειραιῶς, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ μὲ τὸν Ν. 3952/1959 (ΦΕΚ 272, τ. Α’), ἐνῷ τὸ 1974 ἀποσπάσθηκαν πολλὰ ἐδάφη τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ ἱδρύθηκαν οἱ τέσσερις μητροπόλεις Καισαριανής, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ, Νέας Σμύρνης, Νέας Ἰωνίας, Νέας Φιλαδέλφειας, καὶ Περιστερίου. Τὸ 2002 ἀπὸ τὴ μητρόπολη Νέας Σμύρνης ἀπεσπάσθη τὸ ἀνατολικὸ τμῆμα της καὶ ἱδρύθη ἡ Μητρόπολη Γλυφάδας. Τὸ 2010 ἡ Μητρόπολη Ἀττικῆς διχοτομήθηκε στὶς Μητροπόλεις Κηφισιὰς καὶ «Ἰλίου, Πετρουπόλεως καὶ Ἀχαρνῶν». Σήμερα, ἡ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν περιλαμβάνει τοὺς δήμους Ἀθηναίων, Δάφνης, Ζωγράφου, Παλαιοῦ Ψυχικοῦ, Νέου Ψυχικοῦ, Καλλιθέας, Μοσχάτου, Ἠλιουπόλεως, Ἁγίου Δημητρίου, Χαλανδρίου, Πεντέλης, Βριλησσίων, Ταύρου, Ἁγίας Παρασκευῆς, Χολαργοῦ, Παπάγου, Φιλοθέης, Γαλατσίου καὶ Ἁγίων Ἀναργύρων.

Καὶ τρεῖς ἰδιάζουσες περιπτώσεις: 1) τὸ 1926 ὁ δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος νομοθέτησε αὐθαίρετα τὴν ἵδρυση Μητρόπολης Μεγαρίδος, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τόσο τῆς ἔντονης ἀντίδρασης τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅσο καὶ λόγῳ τῆς πτώσης τῆς δικτατορίας, ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δὲν ὑλοποιήθηκε. 2) τὸ 1939 ἡ δικτατορία Μεταξᾶ ἀπέσπασε τὴν ἐπαρχία Ἀττικῆς καὶ τὴ Σαλαμῖνα ἀπὸ τὴ μητρόπολη Ἀττικῆς καὶ Μεγαρίδος (ποὺ ὀνομάσθηκε πλέον Μεγαρίδος μὲ ἕδρα τὰ Μέγαρα) καὶ τὶς ὑπήγαγε πάλι στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν, ὅπου παρέμειναν ὤς τὸ 1941, καὶ 3) τὸ 1969 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος παρεχώρησε τοὺς δήμους Αἰγάλεω, Ἁγίας Βαρβάρας καὶ Χαϊδαρίου στὴ νεοϊδρυμένη τότε (ΝΔ 4589/10-11-1966) μητρόπολη Νικαίας.

Ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς ποὺ τὴν τελευταία ὀγδοηκονταετία (1923-2003) ποίμαναν ὡς ἀρχιεπίσκοποι τὴν Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν σημειώνουμε τους:

Χρυσόστομο Α’ τὸν Παπαδόπουλο (1923-1938), καθηγητὴ τοῦ Πανεπιστημίου, διευθυντῆ της Ριζαρείου καὶ ἀκαδημαϊκό, διαπρεπῆ ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικό. Χρύσανθο Φιλιππίδη (1938-1941), τὸν ἀπὸ Τραπεζοῦντος, γνωστὸ γιὰ τοὺς ἐθνικούς του ἀγῶνες καὶ τὴν κοινωνική του δράση. Δαμασκηνὸ Παπανδρέου (1941-1949), τὸν ἀπὸ Κορινθίας, ποὺ διακρίθηκε γιὰ τὸ ἀνορθωτικό του ἔργο στὴν Κόρινθο μετὰ τοὺς σεισμοὺς τοῦ 1928, ἐπέδειξε ἔργο ἐθνικὸ καὶ κοινωνικὸ στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς καὶ χρημάτισε καὶ ἀντιβασιλέας (31-12-1944 ἕως 27-9-1946). Σπυρίδωνα Βλάχο (1949-1956), τὸν ἀπὸ Ἰωαννίνων, ἄνδρα μεγάλης ἐπὶ πεντηκονταετία ἐθνικῆς προσφορᾶς, ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας στὴν Ἤπειρο. Δωρόθεο Κοτταρὰ (1956-1957), τὸν ἀπὸ Λαρίσης, διαπρεπῆ νομομαθὴ καὶ ἀφιλοχρήματο ἱεράρχη, ποὺ δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ ὑλοποιήσει τὰ μεγαλόπνοα σχέδιά του γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Θεόκλητο Β’ τὸν Παναγιωτόπουλο (1957-1962), καλοκάγαθο ἱεράρχη, ποὺ τὸ 1958 ἀνακαίνισε καὶ συμπλήρωσε τὸ σημερινὸ Ἀρχιεπισκοπικὸ Μεγαρο, τὸ ὁποῖο πρῶτος εἶχε ἀνεγείρει τὸ 1892-1894 στὸν χῶρο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα-Ἁγίας Φιλοθέης ὁ ρέκτης μητροπολίτης Ἀθηνῶν Γερμανὸς Καλλιγὰς (1889-1896). Χρυσόστομο Β’ Χατζησταύρου (1962-1967), τὸν ἀπὸ Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου, παλιὸ καὶ σοφὸ ἱεράρχη μὲ ἐθνικὲς περγαμηνές. Ἱερώνυμο Κοτσώνη (1967-1973), πανεπιστημιακὸ καθηγητή, ποὺ σὲ δύσκολους καιροὺς ἔδωσε νέα πνοὴ στὴν ἐκκλησιαστικὴ δραστηριότητα καὶ ὀργάνωσε συστηματικὰ τὸ προνοιακὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Σεραφεὶμ Τίκα (1974-1998), τὸν ἀπὸ Ἰωαννίνων, ποὺ ἐργάστηκε φιλότιμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία, καὶ Χριστόδουλο Παρασκευαΐδη (1998-2008), τὸν ἀπὸ Δημητριάδος, μὲ σημαντικὴ καὶ πλούσια δράση σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς.

Στὸ διάστημα ἀπὸ τὴν Ἀπελευθέρωση ὤς τὸ 1974, ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε πολλὰ προβλήματα, παρουσίασε ὅμως καὶ σπουδαιότατο πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο.

Ἄπὸ τὰ προβλήματα μνηνονεύουμε τὶς συχνὲς διενέξεις μὲ τὴν Πολιτεία γιὰ ζητήματα ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας καὶ ἄλλα, τοὺς συνεχεῖς, σχεδόν, πολέμους ποὺ ἀντιμετώπισε ἡ Ἑλλάδα καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν τῆς παρεῖχαν τὴ δυνατότητα ν’ ἀσχοληθεῖ ἀπερίσπαστη μὲ τὸ ἔργο της, τὸ Παλαιοημερολογιτικὸ ζήτημα κ.ἄ. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως, ἡ Ἐκκλησία τῶν Ἀθηνῶν προχώρησε στὸ ἔργο της καὶ στάθηκε ἀρωγὸς στὸ ποίμνιό της. Ἐργάστηκε σοβαρὰ γιὰ τὴ διάδοση τοῦ θείου κηρύγματος, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν κατήχηση τῶν νέων, τὴν ἀνοικοδόμηση ναῶν καὶ πνευματικῶν κέντρων, τὴ φιλανθρωπία πρὸς ὀρθοδόξους καὶ μή. Στὰ δύσκολα χρόνια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου, μὲ τὴν ἄγρυπνη μέριμνα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου ἀναπτύχθηκε σὲ μεγάλη ἔκταση ἡ «Πρόνοια Στρατευομένων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν», ποὺ μὲ ἐθελοντικό, κυρίως, προσωπικὸ 2.000 περίπου ἀτόμων πρόσφερε ἀνυπολόγιστες ὑπηρεσίες ὄχι μόνο στοὺς μαχόμενους στρατιῶτες, ἀλλὰ καὶ στὶς οἰκογένειές τους ποὺ εἶχαν ἀπομείνει ἀπροστάτευτες, ἐνῷ ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ ὁ «Ἐθνικὸς ὀργανισμὸς Χριστιανικῆς Ἀλληλεγγύης» (ΕΟΧΑ), ποὺ γιὰ νὰ ἐξιστορηθεῖ τὸ ἔργο του «θὰ ἐχρειάζοντο ὧρες πολλὲς καὶ τόμοι στοιχείων ἄπειροι». Ὑπολογίζεται πῶς τὰ συσσίτια τοῦ ΕΟΧΑ σὲ ὅλη τὴ χώρα ἔσωσαν πάνω ἀπὸ 400.000 παιδιά, ἐνῷ 300.000 ἀσθενεῖς βρῆκαν ἰατροφαρμακευτικὴ περίθαλψη τόσο στὸ πολυϊατρεῖο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς, ὅσο καὶ στὰ παραρτήματα του. Ἀκόμα, λειτούργησαν «Ὑπηρεσία Προνοίας Κρατουμένων», «Γραφεῖον τῶν ἀπορφανισθεισὼν οἰκογενειῶν» καὶ «Γραφεῖον παροχῆς νομικῶν συμβουλῶν», τὸ ὁποῖο ὑπεράσπιζε ἐνώπιον τῶν γερμανικῶν στρατοδικείων τοὺς συλλαμβανομένους. Ἔσωσε ἀκόμα γύρω στοὺς 700 Ἑβραίους, ἐφοδιάζοντας τοὺς μὲ πιστοποιητικὰ πῶς δῆθεν ἦταν χριστιανοί, καὶ ἀνάμεσα τούς τον ἀρχιραβίνο τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὴν οἰκογένεια του. Ὑπάρχουν περιστατικὰ ποὺ ὁ Δαμασκηνὸς ἔφυγε ἀπὸ Ἱερὲς Ἀκολουθίες προκειμένου νὰ κάνει προσωπικὲς παραστάσεις στὶς Ἀρχὲς Κατοχῆς γιὰ ματαίωση ἐκτελέσεων, ὁρισμένες φορὲς μὲ ἐπιτυχία.

Ἐπιπλέον, τοὺς ἑκάστοτε ἀρχιεπισκόπους Ἀθηνῶν ἀπασχόλησαν καὶ γενικότερα προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ κατάρτιση συμφώνων πρὸς τὸ Κανονικὸ Δίκαιο καὶ ἑπομένως ἐπωφελῶν γι’ αὐτὴν Καταστατικῶν Χαρτῶν, ἡ οἰκονομική της ἀνασυγκρότηση, ἡ ἵδρυση καὶ ἀνάπτυξη τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἡ ἀνοικοδόμηση ἑκατοντάδων ναῶν ποὺ εἶχαν καταστραφεῖ ἀπὸ τὰ πολεμικὰ γεγονότα τῶν ἐτῶν 1940-1949, ἡ μόρφωση τοῦ ἱεροῦ κλήρου, οἱ ἐκδόσεις Ἁγίας Γραφῆς, λειτουργικῶν καὶ ἐποικοδομητικῶν βιβλίων, ἡ ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων κ.ἄ.

(Πηγὴ: iaath.gr)

 

© Copyright 2025 Ιερός Ναός Προφήτου Ηλιού Παγκρατίου Back To Top