top

es

Τὸ λουτρὸ τῆς μετανοίας

Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ βασικὰ στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς μας προετοιμασίας, τὸ πιὸ βασικὸ θὰ λέγαμε, εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως. Ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μέγιστη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ χρέος κάθε πιστοῦ, ποὺ αἰσθάνεται τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ συνειδητοποιεῖ την ἀμαρτωλότητά του, τὴν πτωχεία τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι -ἢ τοὐλάχιστον πρέπει νὰ εἶναι- μιὰ ἀσταμάτητη μετάνοια, μιὰ συνεχὴς στροφὴ καὶ ἐπιστροφὴ στὸν Θεό.

Τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ Ἐξομολόγηση;

Εἶναι ἕνα μεγάλο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ κατ’ ἐξοχὴν μυστήριο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ παρέχεται ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἀπὸ τὸν ἴδιο μας Θεὸ διὰ τοῦ Ἱερέα, ὁ ὁποῖος, διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν καὶ τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς, δωρίζει τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν στὸν ἐξομολογούμενο.

Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀρρώστια τῆς ψυχῆς καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἁμαρτάνει, ποὺ παραβιάζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι πνευματικὰ ἄρρωστος. Ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἐπουλώνει τὶς πνευματικὲς πληγὲς ποὺ ἀνοίγουν στὸ ἄνθρωπο τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας.

Ἱδρυτὴς καὶ θεμελιωτὴς αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, ὅπως καὶ κάθε μυστηρίου, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας. Μὲ τὴ φράση «μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μάτθ. 4,17) ἄρχισε τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο Του, γιὰ νὰ παραδώσει στοὺς μαθητὲς Τοῦ –λίγο μετὰ τὴν ἀνάσταση Τοῦ- τὴν πνευματικὴ ἐξουσία νὰ συγχωροῦν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων λέγοντας μας: «Λάβετε πνεῦμα Ἅγιον. Ἂν τινῶν ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἂν τινῶν κρατῆτε κεκράτηνται». (Ἰωάν. 20,23 )

Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ Ἰατρεῖο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι διαρκῶς ἀνοιχτὸ γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ὅσο ἁμαρτωλὸς κι ἂν εἶναι. Τὸ προσκλητήριο τοῦ Χριστοῦ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα: «Ἐλᾶτε ΟΛΟΙ σὲ ἐμένα, ἐσεῖς ποὺ εἶστε φορτωμένοι καὶ κουρασμένοι καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, θὰ σᾶς ξεκουράσω»( Μάτθ.11,28 ).

Μὲ μας προϋποθέσεις προσερχόμαστε στὸ Μυστήριο τῆς Ἐξομολογήσεως;

Οἱ πιὸ βασικὲς εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας μας, ἡ μετάνοια καὶ ἡ ἀπόφαση ἀλλαγῆς. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀμαρτωλότητά του, νὰ βλέπει τὰ πάθη του ἀλλὰ καὶ τὰ λάθη τῆς πνευματικῆς ζωῆς, συντρίβεται καὶ ποθεῖ νὰ καταφύγει στὸν σπλαχνικὸ Πατέρα του. Αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τὸν ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἀπόφαση ἀλλαγῆς. Νὰ ἀλλάξει ριζικὰ στὸ τρόπο σκέψης, δράσης, νοῦ καὶ καρδιᾶς.

Πῶς πρέπει νὰ ἐξομολογούμαστε;

Πρῶτα-πρῶτα, πρὶν πάρουμε τὸ δρόμο γιὰ τὸ ἐξομολογητήριο, θὰ πρέπει νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ζητήσουμε τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ μιὰ εἰλικρινῆ αὐτοκριτική, ἀναζήτηση καὶ παραδοχὴ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἴσως θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ σημειώσουμε ὁρισμένα πράγματα σὲ ἕνα χαρτί, ὥστε νὰ τὰ θυμηθοῦμε κατὰ τὴν ὥρα τοῦ Μυστηρίου.

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μυστηρίου θὰ πρέπει νὰ ἀναλογιζόμαστε πὼς δὲν βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ Θεό, ποὺ παρευρίσκεται πνευματικὰ καὶ ἀκούει τὴν ἐξομολόγησή μας. Αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ξεπεράσουμε τὸ αἴσθημα τῆς ντροπῆς καὶ νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα εἰλικρινεῖς, πρᾶγμα ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἐξομολόγηση. Ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῶν ἁμαρτιῶν μας γεννᾶ τὴν ταπείνωση καὶ ἡ ταπείνωση μὲ τὴ σειρά μας τὴν ἀληθινὴ συντριβὴ καὶ μετάνοια. Ὁ Θεὸς δὲν ξεγελιέται ὅπως οἱ ἄνθρωποι, γιατί γνωρίζει ὄχι μόνο τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μας, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια τοῦ βίου μας καὶ τῶν σκέψεών μας.

Ἐπίσης ὀφείλουμε νὰ ἐξομολογούμαστε μόνο τὶς δικές μας ἁμαρτίες, μὲ συντομία, σαφήνεια, σοβαρότητα καὶ εἰλικρίνεια. Δὲν πᾶμε στὸν Ἱερέα-Πνευματικὸ γιὰ νὰ τοῦ ποῦμε τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, ἀλλὰ μόνο τὰ δικά μας.

Ἐπιφυλάξεις γιὰ τὸ Μυστήριο;

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας χριστιανούς, ἐνῷ ἀποδέχονται τὴ μεγάλη σημασία τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας, διατηροῦν κάποιες ἐπιφυλάξεις, μὲ ἀποτέλεσα νὰ δυσκολεύονται νὰ πάρουν τὴν ἀπόφαση γιὰ τὴν πορεία πρὸς τὸν Πνευματικό.

Οἱ πιὸ ἔντονες ἐπιφυλάξεις ἀφοροῦν στὸ πρόσωπο τοῦ Πνευματικοῦ, ἀναρωτιοῦνται πολλοὶ «πῶς ἕνας ἄνθρωπος σὰν καὶ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες;».

Ὁ Πνευματικὸς δὲν ἀσκεῖ τὸ ἔργο τοῦτο μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀνθρώπινες ἁμαρτίες ἐξαλείφονται μόνο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Πνευματικὸς δὲν εἶναι παρὰ τὸ ὄργανο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, κάτι ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἱερωσύνη του καὶ μόνον.

Ἄλλοι ἰσχυρίζονται ὅτι «καὶ οἱ Ἱερεῖς εἶναι ἁμαρτωλοί. Προτιμῶ νὰ τὰ λέω σὲ μιὰ εἰκόνα».

Βεβαίως καὶ οἱ Ἱερεῖς, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ἁμαρτωλοί, καὶ γιὰ αὐτὸ ἐξομολογοῦνται καὶ οἱ ἴδιοι. Ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὅλοι εἴμαστε ὑποψήφιοι ἅγιοι. Γιὰ τὸ «ἐπιχείρημα» ὅτι «προτιμῶ νὰ τὰ λέω στὴν εἰκόνα» ἔχουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ εἰκόνα δὲν ἔχει τέτοια ἐξουσία, δηλ. νὰ ἀκούει καὶ νὰ συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Τὴν εὐθύνη καὶ τὴν ἐξουσία αὐτὴ τὴν ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας στοὺς Ἀποστόλους Του καὶ οἱ Ἀπόστολοι, διὰ τῶν αἰώνων, στοὺς διαδόχους μας, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἐντεταλμένους πρὸς τοῦτο Ἐπισκόπους καὶ Ἱερεῖς. Ἔτσι λοιπόν, φανταστεῖτε νὰ εἶναι κάποιος σωματικὰ ἄρρωστος π.χ. νὰ πάσχει ἀπὸ τὴν καρδιά του, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ πάρει τὴν φωτογραφία κάποιου μεγάλου καρδιολόγου καὶ νὰ τοῦ λέει «πονάω, φοβᾶμαι, νομίζω... κ.λ.π.». Πρόκειται νὰ γίνει καλὰ ἂν δὲν κάνει προσωπικὴ ἐπίσκεψη στὸ γιατρὸ γιὰ νὰ ἐκθέσει τα τῆς ἀσθενείας του καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν θεραπεία του, καὶ νὰ προφυλάγει τον σῶμα του ἀπὸ τοὺς κινδύνους; Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, παρόμοια συμβαίνει καὶ στὴν πνευματικὴ ἀσθένεια, δηλ. τὴν ἁμαρτία.

-«Ἡ περιεκτικὴ μετάνοια», τοῦ Γέροντος Ἰωσήφ

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, σᾶς καλῶ καὶ πάλι νὰ σκεφτοῦμε τὸν καθολικό μας σκοπό, ποὺ εἶναι ἡ συνεχὴς μετάνοια. Ἐὰν ἀναλογισθοῦμε τὴν πρώτη κατασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ δημιουργία, τὴν ἀνάπλασή μας ἀπὸ τὸ Θεὸ Λόγο, τὸ ὕψιστο τέρμα τῶν θείων ἐπαγγελιῶν, ποὺ μᾶς χάρισε ἡ θεία παναγάπη, καὶ ὅτι ὅλα αὐτά τα στερούμαστε, καὶ μάλιστα μὲ ποινὴ αἰώνιας καταδίκης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπροσεξίας καὶ ἀμέλειάς μας, πραγματικὰ μᾶς καταπνίγει ἡ ἀπόγνωση.

Εὐλογητὸς ὅμως ὁ Θεὸς πάντοτε, νῦν καὶ στὴν αἰωνιότητα, ὁ ὁποῖος μᾶς λυπήθηκε καὶ μᾶς χάρισε τὴ μετάνοια, μὲ τὴν ὁποία ἀνακαλοῦμε αὐτὰ ποὺ χάσαμε, ἐπανακτοῦμε τὴ θέση μας καὶ κληρονομοῦμε ὅσα ἡ παναγάπη καὶ ἡ Χάρη του μᾶς ὑπόσχεται.

Μετάνοια. Τὸ ἀπόλυτο καθῆκον τῆς μοναστικῆς μας ζωῆς καὶ ἰδιότητας. Μετάνοια. Ἡ ἀνεύρεση αὐτῶν ποὺ χάσαμε. Μετάνοια. Ἡ ἐξόφληση τῶν χρεῶν. Μετάνοια. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν μελῶν, ποὺ παραμόρφωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ προδοσία καὶ ἡ ἄρνηση. Μετάνοια. Τὸ βέβαιο σωσίβιο αὐτῶν ποὺ βυθίστηκαν στὸ πέλαγος τῆς μάταιης αὐτῆς ζωῆς. Μετάνοια. Ὁ κύριος καὶ πραγματικὸς στόχος καὶ προορισμὸς τοῦ «πεπτωκότος ἀνθρώπου».

Μὲ βάση τοὺς βίους, διδαχὲς καὶ ὑποδείξεις τῶν Πατέρων μας βαδίζουμε ἀπρόσκοπτα, ὅσοι θέλουμε νὰ πετύχουμε τοὺς ἴδιους μὲ αὐτοὺς σκοπούς. Καὶ σχολιάζουμε τώρα τὰ συστήματα τῆς πρακτικῆς.

Μὲ καλὴ ἀρχὴ τὰ ἱερὰ λόγια: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. θ΄,10) καὶ «τῷ φόβῳ Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ» (Παρ. ἰε΄,27) ξεκινοῦμε τὴν πορεία τῆς ἀνάστασής μας. Ἡ περιεκτικὴ μετάνοια χαρακτηρίζεται ὡς «κλῖμαξ», ποὺ ἀνεβάζει, ὅσους εἶναι πεσμένη στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, ὅπου βρίσκεται ἡ πραγματική μας πατρίδα.

Ὁ φόβος γεννᾶ τὴ νήψη καὶ τὴν προσοχή. Ἡ νήψη τηρεῖ τὶς ἐντολές. Ὅταν τηροῦνται οἱ ἐντολὲς γεννοῦν τὸ ζῆλο, ποὺ σηκώνει τὸ βάρος τῆς πρακτικῆς φιλοπονίας. Ἐὰν ὁ ζῆλος δὲν σκορπιστεῖ ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη ἀπροσεξία, συσφίγγει τὰ μέλη σὲ ἀκριβέστερη φιλοπονία. Ἔτσι προκαλεῖται ἡ παρουσία τῆς Χάρης, ὄχι περιστασιακά, ἀλλὰ ὑπὸ μορφὴ ἐνδημική, ἡ ὁποία μυστικὰ παρηγορεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὸ νοῦ στὴν ἀκρίβεια τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐπιμονῆς πρὸς τὴ μάχη καὶ πάλη κατὰ τῆς χαύνωσης.

Σὲ ὅσους ἀθλοῦν νόμιμα στο πολύπονο στάδιο τῆς φιλοπονίας, χρήσιμη βοηθὸς καὶ συμπαραστάτρια εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ ἀκρίβεια τῆς τήρησης τοῦ προγράμματος. Καὶ τὰ δύο θεωροῦνται ἀπαραίτητα μέσα προαγωγῆς. Τὸ τοῦ Ἀποστόλου «ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται» (Α΄ Κόρ. Θ΄,25), θεωρεῖται ἐπιβεβλημένη ἀρχή, ποὺ συναντοῦμε ἐπίμονα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας. Μόνο ἡ ἐγκράτεια, ὡς ἀποτελεσματικὸ μέσο, καθαίρει τὴ μητέρα τοῦ θανάτου ἡδονή.

Ἡ ἐπιμονὴ στὸ πρόγραμμα, ποὺ εἶναι σωτήριο μέσο στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα, διευκολύνει τὴν παράταση τῆς ἐγκράτειας. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι οἱ ἀκατονόμαστοι λόγοι καὶ προφάσεις, χάριν δῆθεν τῆς βιολογικῆς μας σύστασης, ἀλλοιώνουν τὴν ἐπιμονὴ τῆς ἐγκράτειας. Τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας, ὡς καθηγητῆ τῆς ἐγκράτειας (νηστείας), στὴν ἔρημο, πείθει γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐπιμονῆς στὸ πρόγραμμα ὁλόκληρης τῆς ἀγωνιστικότητας. Ἂν καὶ ἡ Γραφὴ λέγει ὅτι ὁ Κύριός μας «ἐπείνασε» (Μάτ. Δ΄,2), ἐν τούτοις δὲν ὑποχώρησε στὸ γαργαλισμὸ τῶν αἰσθήσεων τῆς δῆθεν βιολογικῆς ἀναγκαιότητας, ἀλλὰ παρέμεινε τηρητὴς τοῦ προγράμματος τῆς ἀσκητικῆς ἀγωνιστικότητας. Μὲ τὴν πίστη στὴ θεία Πρόνοια ἔλυσε τὸ πρόβλημα τῆς ἀνάγκης τῆς πείνας, ποὺ φαινόταν ὅτι πίεζε. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα νὰ μὴ λείψει ποτὲ ἀπὸ τὸ ὁπλοστάσιο τῆς πνευματικῆς μας ἄμυνας.

Ὅπως ἀντιμετωπίζουμε τὸν πόλεμο τῆς ἁμαρτίας στὸν αἰσθητὸ κόσμο τῶν πραγμάτων, ἔτσι νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε καὶ στὸ νοητὸ κόσμο τῶν νοημάτων, ποὺ εἶναι δυσκολότερος καὶ ταχύτερος στὴν προσβολὴ καὶ ἐπίθεσή του. Σ αὐτὸ πολὺ μᾶς ὠφελεῖ ἡ μελέτη καὶ ἡ πεῖρα τῶν Γραφῶν καὶ τῶν πατερικῶν διηγημάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα παίρνει δύναμη ὁ νοῦς καὶ ἀμύνεται στὸ νοητὸ καὶ ἀόρατο πόλεμο. Ἀπὸ αὐτὸ ξυπνᾶ ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐνεργοποιεῖται ἡ ὅλη του παναγαθότητα, ποὺ συνεχῶς μᾶς περιβάλλει.

Ἀπ’ ἐδῶ ἀρχίζει καὶ τὸ πανίσχυρό μας ὅπλο, ἡ προσευχή, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ τίποτα. Ἑρμηνεύοντας οἱ Πατέρες αὐτὸ ποὺ λεει ὁ Δαυίδ, «εἰς τὰς πρωίας ἀπέκτεινον πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς» (Ψάλμ. Ρ΄,8), ὑποδεικνύουν μὲ ἐπαινετὴ ἐπιμονὴ τὴ σημασία τοῦ ἀγῶνα. Ὁ ἀγῶνας πρέπει νὰ γίνεται μὲ βία ἀπὸ τὴν ἀρχή, πρὶν ὁ νοῦς σκορπιστεῖ στὶς μνῆμες τοῦ παρελθόντος, λόγῳ τοῦ μετεωρισμοῦ. Πρῶτο καθῆκον στὸ πνευματικὸ στάδιο τοῦ ἀόρατου καὶ πολυμόρφου πολέμου εἶναι ἡ ἐργασία στὸ νοῦ ἀπ’ ὅπου τὰ ἀκατονόμαστα νοήματα ξεκινοῦν ἀπὸ «πρωίας», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Καὶ αὐτὸ κατορθώνεται μὲ τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ «ἀπὸ φυλακῆς πρωίας» (Ψάλμ. Ρκθ΄,6) καὶ μὲ τὴν ἐπίμονη ἐπίκληση τοῦ πανάγιου ὀνόματός του, μὲ τὴν ὁποία φανερώνεται ἡ πρόθεση γιὰ ὑποταγὴ στὸ θεῖο του θέλημα.

Στὴ νοητὴ Ἱερουσαλήμ, ποὺ εἶναι ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ, πρὶν ἀκόμη ἀποκτήσει τὴν ἡσυχία, εἰσερχόμαστε μὲ τὴν «ἐν γνώσει» σιωπὴ τοῦ στόματος. Δεύτερο βῆμα εἶναι ἡ ἐγκράτεια στὴ δίαιτά μας. Ἐπιδιώκεται ἡ κατὰ δύναμη λιτότητα καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ κορεσμοῦ. Τρίτη προσπάθεια προβάλλουμε τὴ μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων, τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῶν συγγραμμάτων τῶν ὁσίων Πατέρων μας, μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ ἀκολουθεῖ.

Ω. Πόσο ὠφέλιμη εἶναι αὐτὴ ἡ ἐργασία τῆς μνήμης τοῦ θανάτου. Εἶναι ἐξάλλου τόσο αἰσθητή, γιατί καθημερινὰ ἐγκαταλείπουν τὴ ζωὴ συνάνθρωποί μας, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ πρόγονοί μας. Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ κατόρθωσε καὶ πῆρε ὡς σύζυγό του ἰσόβια αὐτὴν τὴν σκέψη καὶ μνήμη. Ἀπ τὴν ἀρχὴ πρόκοψε καὶ ξέφυγε τὶς πολυποίκιλες παγίδες τοῦ θανάτου.

Ἐπειδὴ ἀποκτήσαμε μεταπτωτικὰ τὴν τρεπτότητα καὶ εὔκολα ἀλλάζουμε ἀνάλογα μὲ τὸ περιβάλλον μας, εἶναι ὠφέλιμη ἡ προσπάθεια νὰ ἀποκτήσουμε καλὲς συνήθειες, ποὺ μᾶς συγκρατοῦν στὶς πιέσεις τῶν ποικίλων ἀντιθέσεων τοῦ ἀντιστρατευόμενου νόμου, μὲ τὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία μας παραμόρφωσε. Ὅταν μᾶς γίνουν συνήθεια οἱ πρακτικὲς ἀρετὲς γιὰ τὶς ὁποῖες προσπαθοῦμε, ἡ ἐγκράτεια, ἡ σιωπή, καὶ ὅσες ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἀντίσταση κατὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ κατὰ τοῦ νόμου τῆς διαστροφῆς, τότε γίνεται σὲ μᾶς εὔκολος ὁ τρόπος νὰ κρατοῦμε τὸ νοῦ μὲ τὴν ἐπίμονη εὐχή.

Συνιστοῦμε τὴν ἐπιμονὴ στὸ πρόγραμμα. Μὲ αὐτὴν ἀποφεύγεται ὁ μαρασμὸς τοῦ θείου ζήλου καὶ ἡ ἐπίδραση τοῦ ἀρνητικοῦ περιβάλλοντος, ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ κατορθώσουμε τὸ δικό μας στόχο καὶ σκοπό. ἡ προσοχὴ στὴν τήρηση τοῦ προγράμματος, ὄχι μόνο δὲν παραδέχεται τὴν ἔλλειψη (παράλειψη), ἀλλὰ ἀποφεύγει καὶ τὴν ὑπερβολή, γιατί καὶ τὰ δύο ταράζουν τὴν ἰσορροπία. Τότε σβήνει ὁ ζῆλος καὶ ἡ θέρμη, ποὺ εἶναι οἱ κινητήριες δυνάμεις.

Ἡ πατερικὴ ἐμπειρία μαρτυρεῖ ὅτι τὴν προσεκτικὴ καὶ μὲ ἀκρίβεια πρακτικὴ ζωὴ ἀκολουθοῦν οἱ πειρασμοί. Εἶναι, κατὰ κάποιο τρόπο, ὁ ἔλεγχος τῆς γνησιότητας τοῦ ἀγῶνα καὶ τῆς «κατὰ Θεὸν» ἄσκησης. Δὲν προκαλοῦν ὅμως οἱ δοκιμασίες, μέςῳ τῶν ποικίλων πειρασμῶν, οὔτε ἀποθάρρυνση, οὔτε φόβο, οὔτε ὑποχώρηση. Χρειάζεται ἐπιμονὴ μὲ προσοχή, ὥστε οὔτε νὰ ξεθαρρεύει κάποιος, ἀλλὰ καὶ οὔτε νὰ φοβᾶται. Κρατῶντας τὴν πίστη, μὲ τὴν ὁποία ἡ θεία Χάρη τὸν ὁδήγησε μέχρι τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς νόμιμης πάλης, νὰ τὰ ἀφήνει ὅλα στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἐξάρτησή του, ἀπὸ τοὺς πνευματικοὺς πατέρες.

Ἂν καὶ πάντοτε γιὰ τὸν ἀγωνιζόμενο θεωρεῖται ἀπαραίτητο στοιχεῖο ἡ προσευχή, εἰδικὰ τὴν ὥρα τῶν πειρασμῶν ἐπιβάλλεται ἐπιτακτικά. Κανένας ἄλλος τρόπος, ὅσο ἡ εὐχὴ μὲ αὐτομεμψία καὶ ταπείνωση, δὲν ἀπομακρύνει τὴν παρουσία τῶν πειρασμῶν στοὺς ὁποίους ὑπάρχει αἰσθητὰ ἡ σατανικὴ ἐνέργεια. «Ἐπικάλεσαί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καὶ ἐξελοῦμαι σὲ καὶ δοξάσεις μὲ» (Ψάλμ. Μθ΄,15), λέγει ὁ ψαλμωδός.

Ὅπως ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῶν αἰσθήσεων ἀνεβαίνει ὁ θάνατος, κατὰ τὴ Γραφή, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ Χάρη ἀπωθεῖται καὶ ἀποσύρεται. Ἕνα σαφέστατο δεῖγμα αὐτῆς τῆς φθορᾶς εἶναι ἡ ἀκράτεια τοῦ στόματος μὲ τὴν πολυλογία. Τί κερδίσαμε μὲ τὴ φλυαρία σ ὅλη μας τὴ ζωή; Μας δὲν γνωρίζει τὴ ζημιά, ποὺ προκαλοῦν τὰ ἀπρόσεκτα λόγια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημιουργοῦνται οἱ παρεξηγήσεις, τὰ μίση, οἱ κατηγορίες, οἱ χωρισμοὶ τῶν φίλων ἢ καὶ τῶν συγγενῶν; Τὸ σπουδαιότερο ὅμως, εἶναι ἡ πρόκληση λύπης στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἀποστρέφεται τὴν πολυλογία. Δίκαια λέγεται ὅτι «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξη ἁμαρτίαν» (Παρ. ι΄,19) καὶ πάλι, κατὰ τὸ ρητό, «κρεῖσσον πεσεῖν ἀπὸ ὕψους ἢ πεσεῖν ἀπὸ γλώσσης».

Σύ, ὁ φιλόθεος καὶ φιλόπονος, στὴν ψυχὴ τοῦ ὁποίου μίλησε ἡ Χάρη, καὶ ἤδη ἀσχολεῖσαι μὲ τὴ σωτηρία σου, πὼς θέλεις νὰ δουλεύεις σὲ δύο κυρίους; «Ἀκούσομαι τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ Κύριος» (Ψάλμ. Πδ΄,8), λέγει ὁ Δαυίδ. Ἀλλὰ πὼς θὰ λαλήσει καὶ σὲ μᾶς ὁ κύριος, ὅταν ἡ γλῶσσα καὶ ὁ νοῦς ταξιδεύει στοὺς ὁρίζοντες καὶ ἀνακρίνει τὶς πράξεις τῶν ἀνθρώπων;

Ω. μακαρία σιωπή, ἡ πύλη τῆς σοφίας καὶ τῆς θεϊκῆς γνώσης. Τὸ φῶς τοῦ νοῦ καὶ ἡ φωτιὰ τοῦ θείου ζήλου καὶ ἡ ἀκούραστη φιλοπονία, ποὺ προέρχεται ἀπ αὐτόν.

Δῶσε μας, πανάγαθε Κύριε, τὴ μακαρία σιωπή. Τὴ στάθμη τῆς προόδου, τὴν ὁποία καὶ σὺ κράτησες μπροστὰ στοὺς ἄρχοντες αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα καὶ ἔδωσες σὲ μᾶς τὴ σωτηρία καὶ ἀνάσταση, ὡς ὁ πρῶτος καὶ μόνος νικητὴς τοῦ ψεύδους, τῆς ὑποκρισίας, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου.

ΒΑΤΟΠΕΔΙΝΕΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ, ΚΑΤΗΧΗΣΗ 2η.

-Ἡ Ἐξομολόγηση

Γιὰ κάθε εὐσυνείδητο ἱερέα ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ἀναμφίβολα ἡ πλέον μαρτυρικὴ πλευρὰ τῆς ποιμαντικῆς του ἀποστολῆς. Ἐνῷ, ἀπὸ μιὰ ἄποψη, αὐτὸς συναντᾶ τὸ μόνο πραγματικὸ «ἀντικείμενο» τῆς ποιμαντορίας του, τὴν ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, σὰν ἀνθρώπου ποὺ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ ἄλλη ὅμως ἄποψη, ταυτόχρονα, πείθεται σχεδὸν πλήρως περὶ τῆς ἐπικράτησης τοῦ «νομιναλισμοῦ» στὸ σύγχρονο Χριστιανισμό.

Οἱ πλέον βασικὲς γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἔννοιες περὶ ἁμαρτίας, μετάνοιας, εἰρήνευσης μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀναγέννησης, σὰν νὰ ἔχουν χάσει τὴν σημασία μας. Οἱ λέξεις αὐτὲς ἐξακολουθοῦν νὰ χρησιμοποιοῦνται, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενό μας ἀπέχει ἀπὸ τὴ βάση ἐκείνη, πάνω στὴν ὁποία θεμελιώθηκε ἡ χριστιανικὴ πίστη.

Ἄλλη πηγὴ δυσκολιῶν ἀποτελεῖ ἡ ἄγνοια ἀπὸ τὴν μεριὰ πολλῶν ὀρθοδόξων αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς οὐσίας τοῦ μυστηρίου τῆς μετάνοιας. Ἀπὸ τὴν πράξη διαπιστώνει κανένας, ὅτι ἐν σχέσει μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ ὑπάρχουν δύο ἄκρα ἀντίθετα σημεῖα ἀντιμετώπισης: ἡ «νομικὴ» ἄποψη καὶ ἡ «ψυχολογική».

Κατὰ τὴν πρώτη ἡ ἐξομολόγηση ἐννοεῖται ὡς ἁπλῆ ἀπαρίθμηση παραβάσεων τοῦ νόμου, μετὰ ἀπὸ τὴν ὁποία χορηγεῖ ὁ ἱερεὺς τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ὁ ἄνθρωπος προσέρχεται στὴν μετάληψη. Ἐδῶ ἡ ἐξομολόγηση περιορίζεται σὲ ἕνα MINIMUM. Μάλιστα ὑπάρχουν Ἐκκλησίες (στὴν Ἀμερική), ὅπου ἡ ἐξομολόγηση ἀντικαταστάθηκε μὲ ἕνα γενικὸ τύπο, τὸν ὁποῖο ὁ ἐξομολόγος διαβάζει ἀπὸ ἔντυπο κείμενο. Κατὰ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ περὶ μετάνοιας, τὸ κέντρο βάρους τῆς ἐξομολόγησης μετατίθεται πάνω στὴν ἐξουσία τοῦ ἱερέα, ὥστε νὰ δώσει αὐτὸς λύση καὶ ἄφεση ἁμαρτιῶν, ὅπου ἡ λύση θεωρεῖται «πραγματικὴ» ἀπὸ μόνη μας, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ψυχικὴ κατάσταση τῶν μετανοούντων.

Ἐὰν ἡ παραπάνω θέση μας παρουσιάζει περίπτωση «λατινοποιημένης» ἀπόκλισης, τὸ ἀντίθετο σημεῖο ἐκκίνησης πρὸς τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ ὡς «προτεσταντίζον». Ἐδῶ ἡ ἐξομολόγηση παίρνει μορφὴ συζήτησης, ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ προέλθει ἡ βοήθεια, ἡ λύση «προβλημάτων» καὶ «ἐρωτηματικῶν». Αὐτὸς εἶναι διάλογος, ὄχι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ὑποτιθέμενο σοφὸ καὶ πεπειραμένο σύμβουλο, ὁ ὁποῖος διαθέτει ἕτοιμες ἀποκρίσεις γιὰ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἐρωτήσεις.

Καὶ στὰ δυὸ σημεῖα εἶναι φανερὴ ἡ συσκότιση καὶ ἡ διαστρέβλωση τῆς ἀληθινῆς ἀντίληψης περὶ τῆς οὐσίας τῆς ἐξομολόγησης.

Ἡ διαστρέβλωση αὐτὴ ἐξηγεῖται σὰν προερχόμενη ἀπὸ πολλὲς αἰτίες. Ἡ ἀπαρίθμηση ὅλων τῶν αἰτιῶν δὲν εἶναι βέβαια δυνατὴ ἐδῶ, οὔτε καὶ ἡ σύντομη σκιαγράφηση τῆς ἐξαιρετικῆς σύνθετης ἱστορίας τῆς ἐξέλιξης τοῦ μυστήριου τῆς μετάνοιας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις θὰ ἦταν δυνατὸ ἐκ τῶν προτέρων νὰ παραθέσουμε μερικὲς παρατηρήσεις, πρὶν ἐπιχειρήσουμε νὰ δείξουμε τὴν δυνατὴ λύση τοῦ προβλήματος.

Α΄

Ἀρχικὰ τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας ἐννοεῖτο σὰν συμφιλίωση καὶ ἐπανασύνδεση μὲ τὴν Ἐκκλησία τῶν ἀφορισθέντων, δηλαδὴ τῶν Χριστιανῶν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὴν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς Εὐχαριστίας σὰν μυστήριου τῆς σύναξης, σὰν κοινωνία Σώματος καὶ Αἵματος Χριστοῦ. Ἀφορισμένος ἦταν ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δὲν μποροῦσε νὰ συμμετάσχει στὴν δωρεὰ καὶ συνεπῶς στὴ «Κοινωνία», δηλαδὴ στὴν ἐπικοινωνία καὶ τὴ μετάληψη. Ὡς ἐκ τούτου ἡ συμφιλίωση μὲ τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὸν ἀφορισμένο ἀποτελοῦσε μακρὰ διαδικασία, ἡ δὲ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν ἦταν ἡ κατακλεῖδα αὐτῆς τῆς διαδικασίας. Ἦταν δηλαδὴ ἡ πιστοποίηση ὅτι ἡ μετάνοια συντελέστηκε, ὁ ἀφορισμένος καταδίκασε τὴν ἁμαρτία του, τὴν ἀρνήθηκε καὶ ἔτσι ἐπανασυνδέθηκε μὲ τὴν Ἐκκλησία.

Ἐὰν ἡ παραπάνω θέση μας παρουσιάζει περίπτωση «λατινοποιημένης» ἀπόκλισης, τὸ ἀντίθετο σημεῖο ἐκκίνησης πρὸς τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ ὡς «προτεσταντίζον». Ἐδῶ ἡ ἐξομολόγηση παίρνει μορφὴ συζήτησης, ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει νὰ προέλθει ἡ βοήθεια, ἡ λύση «προβλημάτων» καὶ «ἐρωτηματικῶν». Αὐτὸς εἶναι διάλογος, ὄχι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν ὑποτιθέμενο σοφὸ καὶ πεπειραμένο σύμβουλο, ὁ ὁποῖος διαθέτει ἕτοιμες ἀποκρίσεις γιὰ ὅλες τὶς ἀνθρώπινες ἐρωτήσεις.

Καὶ στὰ δυὸ σημεῖα εἶναι φανερὴ ἡ συσκότιση καὶ ἡ διαστρέβλωση τῆς ἀληθινῆς ἀντίληψης περὶ τῆς οὐσίας τῆς ἐξομολόγησης.

Ἡ διαστρέβλωση αὐτὴ ἐξηγεῖται σὰν προερχόμενη ἀπὸ πολλὲς αἰτίες. Ἡ ἀπαρίθμηση ὅλων τῶν αἰτιῶν δὲν εἶναι βέβαια δυνατὴ ἐδῶ, οὔτε καὶ ἡ σύντομη σκιαγράφηση τῆς ἐξαιρετικῆς σύνθετης ἱστορίας τῆς ἐξέλιξης τοῦ μυστήριου τῆς μετάνοιας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις θὰ ἦταν δυνατὸ ἐκ τῶν προτέρων νὰ παραθέσουμε μερικὲς παρατηρήσεις, πρὶν ἐπιχειρήσουμε νὰ δείξουμε τὴν δυνατὴ λύση τοῦ προβλήματος.

Β΄

Ἀλλὰ ἡ ἐξέλιξη τοῦ μυστήριου τῆς μετάνοιας δὲν σταμάτησε στὸ σημεῖο αὐτό. Ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς χριστιανικῆς κοινότητας σήμανε πρὶν ἀπ’ ὅλα τὴν ἀποδοχὴ ἀπ’ αὐτὴ τῶν οὐμανιστικῶν καὶ θετικιστικῶν κοσμοθεωριῶν, οἱ ὁποῖες σημαντικὰ εἶχαν ἐπισκιάσει τὴν χριστιανικὴ ἀντίληψη περὶ ἁμαρτίας καὶ μετάνοιας. Ἡ ἀντίληψη περὶ ἁμαρτίας σὰν ἀποκοπῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἀπὸ τὴν μοναδικὴ ἀληθινὴ ζωὴ «μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ», ἐπισκιαζόταν ἀπὸ τὴν ἠθικολογία καὶ ἁπλῆ νομοτέλεια, ὅπου τὴν ἁμαρτία αἰσθανόντουσαν σὰν τυπικὴ πλέον παράβαση τοῦ Νόμου.

Ὅμως στὴν ἀνθρωπολατρικὴ κοινωνία, ἀρκετὰ ἱκανοποιημένη ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας μὲ τὴν ἠθική του «καθὼς πρέπει» καὶ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ, παραμορφώθηκε βαθμηδὸν καὶ αὐτὸς ὁ νόμος. Ὁ νόμος δὲν θεωρεῖτο πλέον σὰν ἀπόλυτος κανόνας καὶ κατέπεσε στὴν κοινὴ παραδοχὴ καὶ σχετικὸ κώδικα ἠθικῶν κανονισμῶν. Ἐὰν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες ὁ Χριστιανὸς συναισθανόταν ὅτι εἶναι συγχωρεμένος ἁμαρτωλός, ποὺ ὁδηγήθηκε, ἂν καὶ ἀνάξιος στὸν Νυμφῶνα τοῦ Νυμφίου, καὶ δέχτηκε ἔτσι νέα ζωὴ καὶ ἀφοῦ ἔγινε συμμέτοχος τῆς «Βασιλείας τοῦ Θεοῦ», ὅμως ὁ σύγχρονος Χριστιανός, ἐφόσον στὰ μάτια τῆς κοινωνίας τυχαίνει «κύριος καθὼς πρέπει», ἔχασε τὴ συναίσθηση αὐτή.

Ἡ κοσμοθεωρία του ἀναιρεῖ ἀκόμη καὶ τὶς ἔννοιες περὶ παλαιᾶς καὶ μας ζωῆς. Ἐννοεῖται, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρό, διαπράττει «κακὲς πράξεις», ἀλλὰ αὐτὲς τὶς θεωρεῖ τόσο «φυσικές», ὥστε νὰ μὴ διασαλεύουν ποςῶς τὴν φιλαρέσκειά του... Ἡ κοινωνία, ὅπου ζοῦμε ὅλοι, ὁ τύπος, τὸ ραδιόφωνο, κ. λ. π., ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι ἑσπέρας μας ὑποβάλλουν τὴν πεποίθηση ὅτι εἴμαστε ἔξυπνοι, καλοί, τίμιοι, ὅτι ζοῦμε στὴν καλύτερη δυνατὴ κοινωνία... Καὶ οἱ Χριστιανοί, ἀλλοίμονο., τὰ δέχτηκαν ὅλα αὐτὰ σοβαρὰ σὰν γνήσιο νόμισμα....

Ἀλλὰ ἡ ἐκκοσμίκευση στὸ τέλος κατέλαβε καὶ τὸ ἱερατεῖο. Στὴν Ἐκκλησία παρεισέφρυσε ἡ ἀντίληψη περὶ ἱερέα ὑπαλλήλου τῶν ἐνοριτῶν, ποὺ «ἐξυπηρετεῖ» τὶς πνευματικές μας ἀνάγκες. Καὶ τὸ ἐκκλησίασμα στὸ σύνολό του σὰν ὀργανισμὸς ζητεῖ νὰ ἐμφανίζεται ὁ ἱερέας σὰν δικό του κάτοπτρο, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θὰ μποροῦσαν νὰ κατοπτρίζουν τὴ δική μας «τελειότητα».

Καὶ μήπως δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ ἱερέας ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ ἐπαινεῖ τὸν καθένα γιὰ τὶς προσπάθειές του, γιὰ τὴν ὑλικὴ βοήθεια του, γιὰ τὴν γενναιοδωρία του; Οἱ ἁμαρτίες καλύπτονται στὸ «μυστήριο» τῆς ἐξομολόγησης, ἀλλὰ στὴν ἐπιφάνεια τὰ πάντα ἔχουν καλά. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ τῆς αὐτάρκειας, τῆς ἠθικῆς ἐπανάπαυσης, διαποτίζει ὅλη τὴν ἐκκλησιαστική μας ζωὴ ἀπὸ πάνω ἕως κάτω. Ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας μετριέται διὰ μέσου τῶν ὑλικῶν ἐπιτυχιῶν μας. Διὰ μέσου τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐκκλησιαζόμενων, διὰ μέσου τοῦ ποσοῦ τῶν ἐνοριακῶν εἰσφορῶν καὶ κτημάτων μας.

Ἀλλὰ μέσα σ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ νὰ ὑπάρξει ἡ θέση γιὰ μετάνοια; Ἀπουσιάζει ὅμως αὐτὴ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴ δομὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κηρύγματος καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας. Ὁ ἱερέας καλεῖ τοὺς ἐνορῖτες του γιὰ μεγαλύτερο ζῆλο, γιὰ μεγαλύτερα «ἐπιτεύγματα», στὴ τήρηση τῶν κανόνων καὶ ἐθίμων, ἀλλὰ ὁ ἴδιος λησμονεῖ ὅτι ὁ κόσμος αὐτὸς κυριαρχεῖται ἀπὸ «τὴν ἐπιθυμίαν τῆς σαρκὸς καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν καὶ τὴν ἀλαζονίαν τοῦ βίου» (Α΄ Ἰωάν. Β΄ 16). Ὁ ἴδιος δὲν πιστεύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι πράγματι «σωτηρία ἀπολλυμένων» καὶ ὄχι θρησκευτικὸ ἵδρυμα γιὰ μέτρια ἱκανοποίηση μέτριων πνευματικῶν ἀναγκῶν τῶν μελῶν τῆς ἐνορίας του.

Μέσα σὲ τέτοιες πνευματικὲς συνθῆκες, τέτοιας ψευδοχριστιανικῆς κατάστασης, ἡ ἐξομολόγηση, «φυσικῷ τῷ λόγῳ» δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἄλλο τί ἀπὸ ἐκεῖνο ὅπου ἤδη κατάντησε: ἢ ἕνα «θρησκευτικὸ χρέος», ἡ ἐκτέλεση τοῦ ὁποίου «ἅπαξ τοῦ ἔτους» εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ τὴ τήρηση ἀφηρημένης κανονικῆς ἐπιταγῆς ἢ μιὰ συζήτηση μὲ τὸν πνευματικό, ὅπου συζητεῖται αὐτὴ ἢ ἐκείνη ἡ «δυσκολία» (ἀκριβῶς «δυσκολία» καὶ ὄχι ἁμαρτία, καθ’ ὅσον ἡ «δυσκολία» ποὺ συνειδητοποιήθηκε σὰν ἁμαρτία, παύει νὰ εἶναι δυσκολία...), ἡ ὁποία παραμένει, ὡς συνήθως, ἄλυτη, διότι μοναδικὴ λύση μας θὰ ἦταν ἀκριβῶς ἡ παραδοχὴ τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περὶ ἁμαρτίας καὶ συγχώρησης.

Γ΄

Εἶναι δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὀρθόδοξης ἀντίληψης καὶ πράξης τῆς ἐξομολόγησης; Ἀσφαλῶς, ἐὰν διαθέτουμε τὴν ἀπαιτούμενη ἀνδρεία ν’ ἀρχίσουμε τὴν ἀποκατάσταση αὐτὴ ἀπὸ τὸ βάθος καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια.Εν προκειμένω σημεῖο ἐκκίνησης, ὅπως ἄλλωστε καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, πρέπει ν’ ἀποτελεῖ τὸ κήρυγμα, ἡ κατήχηση. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ μιὰ συνεχῆ κλήση γιὰ μετάνοια, μὲ τὴ βαθύτερη ἔννοια τῆς λέξης, δηλαδὴ πρὸς ἀναγέννηση, πρὸς πλήρη ἐπανεκτίμηση ὅλων τῶν ἀξιῶν, πρὸς νέα θεώρηση καὶ ἀντίληψη ὅλης τῆς ζωῆς μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ δὲν εἶναι ἀναγκαῖο νὰ κηρύττουμε κάθε φορὰ γιὰ τὴν ἁμαρτία, νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κατακρίνουμε, καθότι τότε μόνο γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἱκανὸς πρὸς μετάνοια, ὅταν ἀκούει τὴν ἀληθῆ κλήση καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅταν ἀποκαλύπτεται σ’ αὐτὸν ἔστω δ’ ὀλίγο τὸ θεῖο βάθος καὶ ἡ σοφία, ἡ ὁποία περικλείεται σ’ αὐτό.

Ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ μετάνοια κυρίως εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀβύσσου, ἡ ὁποία χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὁ Θεὸ καὶ ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, τὸ ὁποῖο ἔδωκε καὶ ἐπεκάλυψε ὁ Θεὸς σ’ αὐτόν, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωή. Μόνο ὅταν ἀτενίζει τὸν θεῖο νυμφῶνα «κεκοσμημένον» ἀντιλαμβάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι δὲν ἔχει τὸ ἔνδυμα, «ἵνα εἰσέλθη ἐν αὐτῷ»...

Τὸ κήρυγμά μας πολὺ συχνὰ φέρει τὸν χαρακτῆρα μιᾶς ἀφηρημένης προσταγῆς, πρέπει νὰ κάνετε αὐτό... ἢ δὲν πρέπει νὰ κάνετε ἐκεῖνο... Ὅμως μιὰ σειρὰ μόνο κανόνων καὶ διαταγῶν δὲν ἀποτελεῖ κήρυγμα. Τὸ κήρυγμα πάντοτε εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα ἀποκάλυψη τοῦ καταφατικοῦ θελήματος καὶ φωτὸς τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ κατόπιν φανέρωση τοῦ σκότους καὶ τῆς κακίας μας ἁμαρτία. Μόνο μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια γίνεται ἡ ὑπόδειξη, ὁ κανόνας καὶ ἡ ἐντολὴ πειστικὴ καὶ ζωοποιός.

Ἐννοεῖται, τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ περιέχει καὶ βαθιὰ χριστιανικὴ κριτικὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῶν πάντων, μέσα στὴν ὁποία ζοῦμε, δηλαδὴ τῆς κοσμοθεωρίας αὐτῆς, διὰ μέςῳ τῆς ὁποίας, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε, τρεφόμαστε καὶ ἀναπνέουμε. Οἱ χριστιανοὶ κλήθηκαν νὰ ἀγωνίζονται πάντοτε ἐναντίον τῶν εἰδώλων (καὶ στὴν ἐποχή μας ὑπάρχουν πολλά: «ὁ ὑλισμός», οἱ «ἐπιτεύξεις», «οἱ πρόοδοι», κ.λ.π.), διότι μόνο διὰ μέςῳ τῆς ἀκριβοῦς χριστιανικῆς, βαθιᾶς καὶ ἀληθινῆς ἐκτίμησης τοῦ κόσμου, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πολιτισμοῦ ἡ ἔννοια τῆς ἁμαρτίας ἀποκτᾶ τὸ πραγματικό μας νόημα, σὰν διαστροφὴ ὅλων γενικὰ τῶν κατευθύνσεων τῆς συνείδησης, τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀληθινοῦ συμφέροντος, τῶν ἐπιδιώξεων, (τῆς διαστροφῆς τὴν ὁποία θεωροῦμε σὰν λατρεία ποὺ προσφέρεται στὶς ἀξίες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν πραγματικὴ ἀξία...).

Ὅμως αὐτὴ ἡ ἐκτίμηση προϋποθέτει ἐλευθερία του ἱερέα ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ «κόσμου τούτου» καὶ ἀπὸ τὴν ἐξομοίωσή του πρὸς τὸν κόσμο αὐτό, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ προβάλλει τὴν αἰώνια ἀλήθεια στὸ κέντρο τῆς προσφερόμενης ὑπηρεσίας του καὶ ὄχι σὰν «πρακτικὲς βλέψεις»... Τόσο τὸ κήρυγμα, ὅσο καὶ ἡ κατήχηση πρέπει νὰ φέρνουν μέσα μας τὸ προφητικὸ στοιχεῖο, μιὰ κλήση πρὸς ὅλους, ὅπως ἐπίσης τὰ πάντα νὰ θεωροῦνται καὶ νὰ ἐκτιμιοῦνται μὲ τὰ μάτια τοῦ ἴδιου τοῦ Σωτῆρα.

Ἡ ἐξομολόγηση, στὴ συνέχεια, ὀφείλει νὰ ἐπανέλθει στὰ πλαίσια τοῦ μυστήριου τῆς μετάνοιας. Κάθε ἕνα μυστήριο ἐμπεριέχει τρία βασικὰ σημεῖα: τὴν προετοιμασία, τὸ κυρίως «τυπικό», καὶ τὴν «ἐκτέλεση». Ὅπως παραπάνω εἰπώθηκε, καὶ ἂν ἀκόμη ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὸ κήρυγμα ἀποτελοῦν κατὰ κάποιο τρόπο προετοιμασία καὶ κλήση πρὸς μετάνοια, ἐν τούτοις ὑπάρχει παράδοση καὶ ἀνάγκη εἰδικῆς προετοιμασίας τῶν μετανοούντων γιὰ τὸ μυστήριο.

Στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ἔχουν θεσπιστεῖ εἰδικὰ χρονικὰ διαστήματα καὶ περίοδοι: οἱ νηστεῖες. Κατὰ τὸ χρόνο μας ἡ θεία λατρεία ἐμφανίζεται σὰν σχολεῖο μετάνοιας, προετοιμασίας ψυχῶν γιὰ τὴν ἐνατένηση τῆς οὐράνιας ὡραιότητας τῆς βασιλείας καὶ ταυτόχρονα ἀφορμὴ λύπης γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπ’ αὐτή.

Ὅλες οἱ ἀκολουθίες τῆς μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιὰ παράδειγμα, ἀποτελοῦν συνεχῆ στεναγμὸ μετάνοιας. Καὶ ἐκείνη ἡ φωτεινὴ λύπη, διὰ μέσου τῆς ὁποίας φωτίζονται οἱ ἀκολουθίες αὐτές, μᾶς μεταδίδει μιὰ ἀνέκφραστη, ἀλλὰ ἀναμφίβολα πραγματικὴ ὤθηση πρὸς τὴν ἀληθῆ μετάνοια....

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ νηστεία εἶναι ἐκείνη ἡ περίοδος, ὅπου ἰδιαίτερα ἁρμόζει νὰ κατευθύνεται τὸ κήρυγμα πρὸς τὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας. Ἡ σειρὰ τῶν ἀναγνωσμάτων, οἱ ψαλμοί, οἱ ὕμνοι, οἱ προσευχές, οἱ γονυκλισίες, ὅλα αὐτὰ προσφέρουν τόσα πολλά, ὥστε τὸ κήρυγμα ὀφείλει νὰ τὰ προσεγγίσει στὴ ζωή, στοὺς ἀνθρώπους, σὲ ὅ, τί ἄλλο συμβαίνει στὸν ἄνθρωπο σήμερα.

Σκοπός μας εἶναι ἡ ἀναζωπύρωση τῆς διάθεσης πρὸς μετάνοια, ἡ ὤθηση τῶν ἀνθρώπων νὰ συγκεντρώσουν τὴ σκέψη μας ὄχι μόνο πάνω σ’ ἕνα συγκεκριμένο ἁμάρτημα, ἀλλὰ πάνω στὴν ἀμαρτωλότητα γενικὰ ὁλόκληρης τῆς ζωῆς, τῆς μονόπλευρης ζωῆς μας καὶ τῆς πνευματικῆς φτώχιας μας. Νὰ ἐξετάζουν δηλαδὴ τὰ ἐσωτερικὰ «κίνητρα» τῆς ζωῆς μας: Μας ὁ θησαυρὸς ποὺ ἕλκει τὶς καρδιές μας; Πὼς χρησιμοποιοῦν τὸν ἀνεκτίμητο χρόνο τῆς ζωῆς μας, ποὺ δωρήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό; Ἐμβαθύνουν ποτὲ στὴ σκέψη γύρω ἀπὸ τὸ τέλος, τὸ ὁποῖο ἀναπόφευκτα τοὺς πλησιάζει;

Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἔστω καὶ μιὰ μόνο φορὰ στὴ ζωή του ἔχει στρέψει ἡ σκέψη του πρὸς τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ καὶ ἐὰν ἀντιλήφθηκε ἔστω μὲ τὸ ἄκρο τῆς συνείδησής του ὅτι ὁλόκληρη τὴ ζωή του ἀξίζει νὰ τὴν προσφέρει μόνο στὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἤδη βρῆκε τὴν ὁδὸ τῆς μετάνοιας. Καὶ τοῦτο τὸ γεγονὸς φέρνει μέσα του τὴ δύναμη τῆς ἀναγέννησης, τῆς στροφῆς, τῆς ἐπιστροφῆς...

Στὴν ἐργασία αὐτὴ τῆς προετοιμασίας ὀφείλουμε νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν ἐξήγηση αὐτοῦ τούτου τοῦ «τυπικοῦ» τῆς ἐξομολόγησης, τῶν προσευχῶν, τῆς ἄφεσης καὶ τὰ τέτοια. Τὸ τυπικὸ τῆς ἐξομολόγησης ἀποτελεῖται ἀπό:

1) Τὶς προσευχὲς πρὶν τὴν ἐξομολόγηση.

2) Τὶς κλήσεις πρὸς μετάνοια.

3) Τὶς ἐξομολογήσεις τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μετανοεῖ καὶ τὶς νουθεσίες.

4) Τὴν ἄφεση.

1) Καὶ ἐφόσον ὅλα τὰ μυστήρια γενικὰ περιέχουν μέσα μας κάποια ἀνάκλαση, στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας εἰδικὰ πραγματοποιεῖται ἡ ἀνάκλαση τῆς ἀνθρώπινης «ἀναγνώρισης τῆς ἐνοχῆς» σὲ χριστιανικὴ μετάνοια, σὲ εὐλογημένη ἐπίγνωση ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ μας ἀμαρτωλότητας τῆς ζωῆς του καὶ τῆς πολυεύσπλαχνου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Μιὰ τέτοια «ἀνάκλαση» προϋποθέτει τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν ἐπίκλησή Του. Αὐτὸ γίνεται στὶς προσευχὲς πρὶν τὴν ἐξομολόγηση.

2) Ἀκολουθεῖ ἡ κλήση πρὸς μετάνοια. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἑξῆς προτροπή. Ἀδελφέ.... Οὐ γὰρ ἐμοὶ ἀναγγέλλεις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, ἐν ὦ ἵστασαι». Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀποφασιστικὴ αὐτὴ στιγμή, ὅταν ὁ ἱερέας ἐπιβεβαιώνει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, πόσο σοβαρὴ σημασία ἔχει το νὰ μὴ ἀντιπαραβάλλει ὁ ἴδιος ὁ ἱερέας τὸν ἑαυτό του πρὸς τὸν ἁμαρτωλό. Στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολόγησης ὁ ἱερέας δὲν ἐμφανίζεται σὰν «εἰσαγγελέας», οὔτε σὰν ἄφωνος καὶ παθητικὸς μάρτυρας.

Ὁ ἱερέας εἶναι τὸ σχῆμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐπωμίζεται τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος τυχαίνει φορέας τῆς ἄπειρης εὐσπλαχνίας καὶ συμπάθειας, οἱ ὁποῖες καὶ μόνο μποροῦν νὰ ἀνοίξουν τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος Χρασταβίτσκυ τὴν οὐσία μας ἱεροσύνης καθόριζε σὰν συμπαθῆ ἀγάπη. Καὶ ἡ μετάνοια εἶναι μυστήριο εἰρήνευσης καὶ ἀγάπης καὶ ὄχι «δίκης» καὶ καταδίκης. Ὡς ἐκ τούτου καλύτερη μορφὴ κλήσης πρὸς μετάνοια θὰ εἶναι ἡ ψυχικὴ συνταύτιση τοῦ ἱερέα μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ: «Πάντες ἡμάρτομεν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ...».

3) Ἡ ἐξομολόγηση, βέβαια, μπορεῖ νὰ λαμβάνει διάφορες μορφές. Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος ποὺ μετανοεῖ δὲν γνωρίζει, ὡς συνήθως, νὰ κάνει ἀρχή, ἀποτελεῖ καθῆκον τοῦ ἱερέα νὰ τὸν βοηθήσει. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ μορφὴ τοῦ διαλόγου εἶναι πλέον ἄνετη καὶ φυσική. Ὅλες οἱ ἁμαρτίες «ἐν κατακλεῖδι» συνοψίζονται σὲ μιὰ βασικὴ ἁμαρτία: στὴν ἔλλειψη ἀληθινῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, πίστης πρὸς Αὐτὸν καὶ ἐλπίδα πάνω σ’ Αὐτόν. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι δυνατὸν τὴν ἐξαγόρευση τοῦ ἁμαρτωλοῦ νὰ τὴν ὑποδιαιρέσουμε σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς.

α) Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν Θεό: Ζητήματα πίστης, ἀδυναμίας, ἀμφιβολιῶν καὶ διαστροφῆς πίστης, ζητήματα προσευχῆς, νηστείας καὶ θείας λατρείας. Πολὺ συχνὰ ἡ ἐξομολόγηση καταλήγει σὲ ἁπλῆ ἀπαρίθμηση «ἀνήθικων πράξεων» καὶ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ ρίζα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν βρίσκεται ἀκριβῶς ἐδῶ, στὸν τομέα τῆς πίστης, τῆς ζωντανῆς καὶ προσωπικῆς σχέσης πρὸς τὸν Θεό.

Β) Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν πλησίον: Ἐγωισμὸς καὶ ἐγωκεντρισμός, ἀδιαφορία πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἔλλειψη ἀγάπης, ἐνδιαφέροντος, προσοχῆς. Σκληρότητες, ζηλοτυπίες, καταλαλιές.... Ἐδῶ ἀκριβῶς κάθε ἁμαρτία πρέπει νὰ «ἐξατομικευθεῖ» πραγματικά, νὰ γίνει ἔρευνα κατ’ ἄτομο, οὕτως ὥστε ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ συναισθανθεῖ καὶ νὰ δεῖ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, κατὰ τοῦ ὁποίου ἁμάρτησε, τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἁμαρτία του σὰν παράβαση «τοῦ συνδέσμου τῆς ἀγάπης» καὶ τῆς ἀδελφοσύνης.

Γ) Ἡ σχέση μας πρὸς τὸν ἑαυτό μας: Ἁμαρτίες καὶ πειρασμοὶ τῆς σάρκας καὶ ἀντιπαραβολὴ τοῦ χριστιανικοῦ ἰδεώδους περὶ καθαρότητας καὶ ἀκεραιότητας, εὐλάβεια πρὸς τὸ σῶμα σὰν ναοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ σφραγίστηκε καὶ καταστάθηκε ἱερὸ κατὰ τὴ τέλεση τοῦ ἁγίου Μύρου... Ἔλλειψη ἐπιθυμίας καὶ προσπάθειας γιὰ ἐμβάθυνση τῆς ζωῆς, διασκεδάσεις, μέθη, ἀνευθυνότητα κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῶν βιοτικῶν καθηκόντων, οἰκογενειακὲς διαμάχες.

Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἀγνοοῦν τὴν ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῆς συνειδήσεώς μας, ὅλη ἡ ζωὴ τῶν ὁποίων καθορίζεται ἀπὸ τὶς κοινὰ παραδεδεγμένες ἀπόψεις καὶ συνήθειες καὶ συνεπῶς ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν στερηθεῖ τη τὴν πραγματικὴ μετάνοια.

Σκοπὸς τοῦ ἐξομολόγου εἶναι νὰ καταρρίψει αὐτὴ τὴν μικροαστικὴ συμβατικότητα, τὴν ἐπιπόλαια αὐτάρκεια καὶ νὰ τοποθετήσει τὸν ἄνθρωπο ἐνώπιον τῆς ἁγιότητας καὶ τοῦ μεγαλείου τοῦ σκοποῦ, ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει νὰ ἀφυπνίσει στὴ συνείδησή του ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ εἶναι ἀγῶνας καὶ μάχη... Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ «στενὴ ὁδός», εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ κόπου, τοῦ ἡρωισμοῦ καὶ τῆς θλίψης τῆς στενῆς αὐτῆς ὁδοῦ. Χωρὶς αὐτῆς τῆς κατανόησης καὶ παραδοχῆς τῆς ὁδοῦ, καμιὰ ἐλπίδα δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μας...

Ὁ διάλογος κατὰ τὴν ἐξομολόγηση κλείνει μὲ νουθεσία. Ὁ ἱερέας ὀφείλει νὰ καλέσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ σὲ ἀλλαγὴ ζωῆς, στὴν ἄρνηση τῆς ἁμαρτίας. Ὁ Κύριος δὲν συγχωράει, ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν θελήσει νέα καὶ καλύτερη ζωή, ἐφόσον δὲν ἀποφασίζει νὰ ἐξέλθει στὴν ὁδὸ τοῦ ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας, δὲν ἀποφασίζει τὴ δύσκολη ἐπιστροφὴ πρὸς «τὴν μορφὴν τῆς ἀρρήκτου δόξης» ἐντὸς τοῦ ἑαυτοῦ του. Γνωρίζουμε ὅτι μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχρὴ ἐκτίμηση τῶν δυνάμεών μας τέτοια ἐπιστροφὴ εἶναι ἀδύνατη. Ἀλλὰ στὸ «ἀδύνατον» αὐτό, ὁ Χριστὸς ἤδη ἀποκρίθηκε: «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ...». Ἀπὸ μᾶς ζητάει ἐπιθυμία, ἀπόφαση καὶ προσπάθεια. Ὁ Κύριος θὰ βοηθήσει...

4) Τότε καὶ μόνο τότε εἶναι δυνατὴ ἡ ἄφεση. Διότι μέσα σ’ αὐτὴ πληρώνεται ἡ σειρά των προηγούμενων: τῆς προετοιμασίας, τῆς προσπάθειας, τῆς βαθμιαίας ἀνάπτυξης στὴν ψυχὴ τῆς μετάνοιας. Κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεώρηση δὲν ὑπάρχει πραγματικὴ ἄφεση ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει μετάνοια. Ὁ Θεὸς δὲν δέχεται ἄνθρωπο ποὺ δὲν προσέρχεται πρὸς Αὐτόν. Προσέρχομαι σημαίνει μετάνοια, μεταβολή, ἐπανεκτίμηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου.

Ἡ θεώρηση τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν σὰν ἐξουσίας συμφυοῦς μὲ τὸ ἱερέα, ποὺ ἐνεργεῖται κατὰ τὸ δοκοῦν μὲ μόνη προσφορὰ τὶς εὐχὲς περὶ ἄφεσης, θὰ σήμαινε ἀπόκλιση πρὸς τὴ μυσταγωγικὴ μαγεία, ἡ ὁποία καταδικάζεται ἀπὸ ὅλο τὸ πνεῦμα καὶ τὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησίας. Ὡς ἐκ τούτου, ἄφεση ἁμαρτιῶν δὲν εἶναι δυνατὴ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑνὸς μὲν δὲν εἶναι Ὀρθόδοξος, δηλαδὴ ἀπροκάλυπτα καὶ ἐνσυνείδητα ἀρνεῖται τὴν ἐμφανῶς ἁμαρτωλή του κατάσταση: π.χ. ζωὴ μοιχείας, ἄτιμο ἐπάγγελμα, κ.λ.π., καὶ τέλος ἐὰν ἀπορρίπτει τὶς ἁμαρτίες του καὶ δὲν διακρίνει την ἀμαρτωλότητά του.

Ἐπὶ πλέον πρέπει νὰ θυμόμαστε ὅτι ἡ μὴ παροχὴ ἄφεσης δὲν εἶναι τιμωρία. Ἀκόμη καὶ ὁ ἀφορισμὸς στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἦταν συνδεμένος μὲ τὴν ἐλπίδα ἀποθεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, διότι σκοπὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ὄχι ἡ δίκη καὶ ἡ καταδίκη...

Ὁ ἱερέας καλεῖται νὰ ἔχει ἕνα βαθὺ ἐνδιαφέρον πάνω στὸ θέμα τῆς μοίρας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὀφείλει νὰ ἐπιδιώκει τὴν μεταστροφή του καὶ ὄχι τὴν ἐφαρμογὴ ἐναντίον τοῦ τῆς ἀντίστοιχης παραγράφου ἀφηρημένου νόμου. Ὁ καλὸς ποιμένας ἐγκαταλείπει τὰ 99 πρόβατα γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας ἑνὸς «ἀπολωλότος» καὶ αὐτὸ παρέχει στὸν ἱερέα μιὰ ἐσωτερικὴ ποιμαντικὴ ἐλευθερία. Σὲ τελευταία ἀνάλυση τὴν ἀπόφαση παίρνει ἡ συνείδησή του, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιηθεῖ αὐτὸς μὲ μιὰ ξερὴ ἐφαρμογὴ κανόνων καὶ συνταγῶν.

τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου (+) Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

(Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ», Μαΐου 1970, σελ. 5-7, 11-12) Εἰσήγηση ποὺ ἔγινε τὸν Ἰούνιο 1961 στὸ συνέδριο τῶν ἀπόφοιτων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας τοῦ Ἁγίου Βλαδήμιρου Ν. Ὑόρκης.

-Ἁμαρτία καὶ μετάνοια (τοῦ Γ. Μαντζαρίδη)

Συχνὰ οἱ Χριστιανοὶ θεωροῦν ὡς ἁμαρτία τὴν παράβαση τῶν ἀρνητικῶν κυρίως ἐντολῶν τοῦ Δεκαλόγου: «Οὐ φονεύσεις», «οὐ μοιχεύσεις», «οὐ κλέψεις», «οὐ ψευδομαρτυρήσεις». Ὅταν κανεὶς φροντίζει γιὰ τὶς ἐντολὲς αὐτές, πιστεύει πὼς ἔχει ὅλα τὰ προσόντα, γιὰ νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς καλὸ Χριστιανό. Ὅταν μάλιστα τηρεῖ πιστὰ τὴν ἕβδομη ἐντολὴ καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ τὰ καλούμενα σαρκικὰ ἁμαρτήματα, νομίζει πὼς ἔχει ἀνεβεῖ στὴν κορυφὴ τῆς πνευματικῆς τελειότητας. Ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴ χριστιανικὴ ἀγάπη, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος, ἂν δὲν γνωρίσει τί θὰ πεῖ πραότητα ἢ ταπεινοφροσύνη, τὸ θεωρεῖ δευτερεῦον ἢ καὶ ἀδιάφορο. Ὁ Δεκάλογος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἔμφυτο ἠθικὸ νόμο, ποὺ ὑπάρχει στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, θεωροῦνται ὡς τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν πρέπει νὰ κρίνονται ἐπιφανειακά. Γι’ αὐτὸ καὶ μιὰ βαθύτερη ἐξέταση τῆς βιβλικῆς καὶ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν προσέγγιση τῆς οὐσίας τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἀπαραίτητη.

Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας κατὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη βρίσκεται στὴ διάθεση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀγνοήσει τὸ Θεὸ καὶ νὰ τοποθετήσει στὴ θέση του τὸν ἑαυτό του. Τὴν πλαστικότερη περιγραφὴ τῆς ἁμαρτίας τὴν προσφέρει τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως μὲ τὴν ἀφήγηση τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων. Στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας δὲν εἶναι διαφορετική, ἀλλὰ παίρνει μιὰ σαφέστερη μορφή. Ἁμαρτία ἐδῶ εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ δεχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ ζήσει ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ ἁμαρτία δὲν περιορίζεται σὲ μεμονωμένες πράξεις, σκέψεις, ἐνέργειες ἢ ἐπιθυμίες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι μιὰ γενικότερη κατάσταση ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ ὅλα αὐτά, χωρὶς ὅμως νὰ ἐξαντλεῖται σ’ αὐτά.

Γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, χρειάζεται νὰ δοῦμε τί εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ αὐτήν, δηλαδὴ ἡ σωτηρία ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζεῖ στὴν ἁμαρτία εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Οἱ πράξεις του, οἱ σκέψεις του, οἱ ἐνέργειες καὶ οἱ ἐπιθυμίες του προσδιορίζονται ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Δὲν εἶναι σὲ θέση ν’ ἀνοίξει τὴν καρδιά του, νὰ χωρέσει τοὺς ἄλλους, νὰ τοὺς ἀγαπήσει, νὰ τοὺς δεῖ ὡς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Δημιουργὸς καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος εἶναι ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, στὶς ὁποῖες ὑποδουλώνεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν χάσει τὴν κοινωνία του μὲ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, τὸ Θεό.

Ὅπως χαρακτηριστικὰ παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, ὅσο ὁ ἄνθρωπος «ἀφίστατο τῆς ζωῆς, τοσοῦτον προσήγγιζε τῷ θανάτῳ. Ζωὴ γὰρ ὁ Θεός. Στέρησις δὲ τῆς ζωῆς θάνατος». Ὁ θάνατος εἶναι τὸ τίμημα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ θάνατος εἶναι πρὶν ἀπ’ ὅλα ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεό. Ὁ σωματικὸς θάνατος, ποὺ ἔρχεται ὡς ἐπακόλουθο τοῦ πρωταρχικοῦ αὐτοῦ θανάτου, ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, «ἵνα μὴ ἀθάνατον ἡμῖν τὴν ἀρρωστίαν διατηρήση» (Θεόφιλος Ἀντιοχείας). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεό, βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Καὶ ὅταν ἀνασυνδέεται μὲ τὸ Θεὸ ἐν Χριστῷ γίνεται μαζί του νικητὴς τοῦ θανάτου.

Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔγκειται στὴν πρόσληψή του στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἰκάνωσή του νὰ ζήσει ὡς νικητὴς τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου μέσα στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Χριστός, ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ συνδέσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσφέρει σ’ αὐτὸν τὴ ζωὴ ποὺ στερήθηκε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πίστη στὸ Χριστὸ ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ Εὐαγγέλιο, ὅπως εὔκολα μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κανείς, δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὶς ἀρετὲς ἢ τὶς κακίες μας, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴ διάθεσή μας νὰ μετανοήσουν ἢ νὰ ἐπιμείνουν στὴν ἁμαρτία. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν κάλεσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ γίνουν περισσότερο ἐνάρετοι ἢ λιγότερο ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν τη χάρη ποὺ τοὺς προσφέρει. Ὅσο οἱ ἄνθρωποι δὲν μετανοοῦν, βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πηγὴ τῆς ζωῆς μας καὶ εἶναι δοῦλοι τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Στὸ ζήτημα αὐτὸ δὲν ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις. «πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Μόνο ἡ συναίσθηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας δίνει στὸν ἄνθρωπο τὸ μέτρο τῆς πραγματικῆς ἠθικότητάς του καὶ τῆς σχέσεώς του μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι καθόλου παράδοξο, ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι, ποὺ καυχιόνταν γιὰ τὶς ἀρετές μας, ἀλλὰ οἱ τελῶνες καὶ οἱ πόρνες, ποὺ συναισθάνθηκαν τὴν ἀμαρτωλότητά μας καὶ μετανόησαν.

Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἀλήθεια ἐκφράζουν καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ διδασκάλους τῶν Ἰουδαίων. «ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Ἡ πρόταξη αὐτὴ τῶν τελωνῶν καὶ τῶν πορνῶν, ποὺ ἦταν ἀναμφισβήτητα ἀνήθικοι καὶ ἄδικοι ἄνθρωποι τῆς κοινωνίας μας, δὲ σημαίνει βράβευση τῆς ἀνηθικότητας καὶ τῆς ἀδικίας. Πολὺ περισσότερο δὲ σημαίνει ἀποδοκιμασία τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀρετῆς. Ἡ πρόταξη αὐτὴ σημαίνει βεβαίωση τῆς καθολικῆς ἀφέσεως ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ποὺ μετανοεῖ πραγματικά. Στὸν ἄνθρωπο ποὺ κατανοεῖ τὴν ἀναξιότητά του καὶ ἐπικαλεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν ὁ Χριστὸς ἐπισκέφθηκε τὸν τελώνη Ζακχαῖο στὸ σπίτι του, δὲν τὸ ἔκανε, γιὰ νὰ δικαιώσει τὶς ἀδικίες του, ἀλλὰ γιὰ νὰ βραβεύσει τὴ μετάνοιά του. Καὶ ὅταν ἀρνήθηκε νὰ κατακρίνει τὴ γυναῖκα ποὺ συνελήφθη «ἐπ’ αὐτοφώρῳ μοιχευομένη», δὲν τὸ ἔκανε γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴ μοιχεία, ἀλλὰ γιὰ νὰ δηλώσει τὴν καθολικότητα τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Γι’ αὐτό, ὅταν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἐπέμεναν ν’ ἀποσπάσουν τὴν καταδικαστικὴ κρίση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴ μοιχαλίδα, ἐκεῖνος εἶπε: «Ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν». Καὶ ὅταν ἀποσύρθηκαν σιγα-σιγὰ ὅλοι, «εἰς καθ’ εἰς, ἀρξάμενοι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων», εἶπε ὁ Χριστὸς στὴ γυναῖκα: «Πορεύου καὶ ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε».

Τὸ μυστικὸ τῆς ἀρετῆς τοῦ ἀνθρώπου, κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, βρίσκεται στὴν ἀπόφαση τῆς μετάνοιας. Καὶ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τὴν παίρνει ὅποιος αἰσθάνεται νὰ τὸν βαραίνει ἡ ἁμαρτία. Ἀντίθετα, ὅποιος καυχιέται γιὰ τὶς ἀρετές του δὲ μετανοεῖ καὶ μένει μακρυὰ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ οἱ ἁμαρτωλοὶ βρίσκονται πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τοὺς δικαίους στὸ δρόμο τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ πρόταξη αὐτὴ ὅμως φαίνεται παράξενη στὰ μάτια τῶν πολλῶν. Παράξενη, ἂν ὄχι καὶ ἀπαράδεκτη, φαίνεται καὶ στὰ μάτια πολλῶν Χριστιανῶν, ἄσχετα ἂν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο μας Χριστό. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ φυσικό, ὅταν ὁ Χριστιανισμὸς ἀντιμετωπίζεται ὡς ἠθικὴ διδασκαλία, καὶ ὁ Χριστὸς ὡς ἠθικοδιδάσκαλος, ποὺ ἦρθε νὰ ἐγκαθιδρύσει τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀρετή, ὅπως τὴν ἐννοοῦν οἱ ἄνθρωποι. Διαβάζοντας ὅμως κανεὶς τὸ Εὐαγγέλιο παρατηρεῖ ὅτι ὅλες οἱ ἀνθρώπινες ἀξίες οὐσιαστικὰ παραμερίζονται ἢ καὶ ἀνατρέπονται. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀξιολογοῦνται σύμφωνα μὲ τὴν ἠθικὴ ὑπόληψή μας. Οὔτε ἡ κοινωνική μας θέση καὶ ἀξιοπρέπεια δίνει τὸ μέτρο τῆς ἀξίας μας. Τὸ μόνο σταθερὸ κριτήριο, τὸ μόνο μέτρο γιὰ τὴν ἀξιολόγησή μας εἶναι ἡ μετάνοια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, γίνεται δεκτὸς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σώζεται. Ὅταν δὲν μετανοεῖ, ὁ,τιδήποτε ἄλλο καὶ νὰ κάνει, τοῦ εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση ἄχρηστο. Δὲν τὸν σώζει. Αὐτὸ εἶναι τὸ χριστιανικὸ κριτήριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μέτρο μὲ τὸ ὁποῖο θὰ κρίνει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο.

Καὶ πραγματικά, μας μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἠθικὴ ποιότητα καὶ τοῦ καλύτερου ἀκόμα ἀνθρώπου μπροστὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ; Μας μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀξία τῆς ἀρετῆς ἀπέναντι στὴ θεία ἀρετή; «Ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» λέει ὁ Προφήτης Ἠσαΐας. Μήπως ὁ ληστὴς ποὺ κληρονόμησε τὸν Παράδεισο προτιμήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ γιὰ τὶς ἀρετές του;

Βέβαια κάθε ἄνθρωπος, ποὺ μετανοεῖ καὶ πιστεύει στὸ Χριστό, εἶναι φυσικὸ νὰ φροντίζει καὶ γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς. Μας ὅμως μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ πὼς ὑπηρετεῖ μόνο τὴν ἀρετὴ καὶ δὲν ἁμαρτάνει; Ἰδιαίτερα μάλιστα στὶς μέρες μας ἡ ἠθικὴ ἀποχαλίνωση ἔχει προχωρήσει τόσο πολὺ καὶ ἡ ἁμαρτία ἔχει τόσο διαδοθεῖ, ὥστε πολλοὶ ὄχι μόνο τὴ θεωροῦν τελείως φυσική, ἀλλὰ καὶ καυχιόνται ἀκόμα γι’ αὐτήν. Οἱ μεγαλύτερες ἀπάτες καὶ τὰ φοβερότερα ἐγκλήματα γίνονται συχνὰ μὲ τὸ φυσικότερο τρόπο. Ἀρκεῖ ν’ ἀφήσει κανεὶς λίγο ἐλαστικὴ τὴ συνείδησή του, γιὰ νὰ φτάσει χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει σὲ πράγματα ἐπαίσχυντα. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ αἰσθάνονται αὐτάρκεις μὲ μιὰ ὑποτυπώδη πνευματικὴ ζωὴ καὶ λησμονοῦν τὴν τραγικότητα τῆς ἁμαρτίας.

Ὅπως ὅμως εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες». Ὅσο οἱ ἄνθρωποι φροντίζουν νὰ παρουσιάζονται κοινωνικὰ ἠθικοὶ καὶ ἄμεμπτοι, γελιοῦνται μὲ τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐπιφανειακῆς μας παρουσίας καὶ λησμονοῦν τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας. Κρύβουν ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό την ἀσθένεια ποὺ ὑπάρχει μέσα μας καὶ αἰσθάνονται αὐτάρκεις καὶ ἰσχυροί. Κατατάσσονται στοὺς «ἰσχύοντες», σ’ αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι γεροὶ καὶ δὲν ἔχουν «χρείαν ἰατροῦ». Στὴν πραγματικότητα ὅμως αὐτοὶ εἶναι ἄρρωστοι, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς λησμονοῦν πὼς εἶναι ἄρρωστοι, δὲ σκέφτονται τὸ γιατρὸ καὶ τὴ θεραπεία. Ἀντίθετα οἱ «κακῶς ἔχοντες», αὐτοὶ δηλαδὴ ποὺ ἔχουν συναίσθηση τῆς ἀρρώστιας μας, μποροῦν τοὐλάχιστον νὰ ζητήσουν τὸ γιατρὸ καὶ τὴ θεραπεία μας. Ἡ ἔλλειψη τῆς ἠθικῆς αὐτάρκειας καὶ ἡ ἀπουσία τῆς ἐπιφανειακῆς κοσμιότητας καὶ εὐσέβειας δημιουργοῦν τὶς προϋποθέσεις τῆς μετάνοιας, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ μόνη δυνατότητα σωτηρίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δρόμος τῆς μετάνοιας εἶναι πολὺ κοντὰ σήμερα, ἂν συνειδητοποιήσουμε τὴν κατάστασή μας. Εἶναι ὁ δρόμος, στὸν ὁποῖο ὁδηγοῦν τὰ ἴδια τὰ δεδομένα τῆς ζωῆς. Τὰ δεδομένα τῆς ἀπροκάλυπτης ἁμαρτίας, τοῦ ἠθικοῦ ἐκπεσμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς ἀσυναρτησίας.

Ἡ ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κρίση τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ἐξάπλωση καὶ ὁ παροξυσμὸς τῆς ἁμαρτίας δὲ σημαίνει καθόλου τὸ θρίαμβο τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ μᾶλλον τὴν ἔκφραση τῆς ἀπελπισμένης ἀγωνίας του. Τὸ κακὸ δὲν εἶναι θέση, ἀλλὰ ἄρνηση. Δὲν εἶναι ὕπαρξη, ἀλλ’ ἀνυπαρξία. Καὶ αὐτὸ τὸ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικὰ ἀπὸ τὴ διάσπαση καὶ τὴν ἀηδία, ποὺ δημιουργεῖ μέσα του τὸ κακό. Καὶ λυτρώνεται ἀπὸ τὸ κακὸ προχωρῶντας ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς διασπάσεως καὶ τῆς ἀηδίας στὴ γεύση τῆς μετάνοιας ποὺ δὲν εἶναι μιὰ στιγμιαία πράξη, οὔτε ἀκόμα μιὰ πράξη ἐπαναλαμβανόμενη σὲ τακτὰ ἢ ἔκτακτα χρονικὰ διαστήματα. Τῆς μετάνοιας ποὺ εἶναι τρόπος ζωῆς. Γιατί ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ μετάνοιας.

Γ. Μαντζαρίδης, Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

-Μετάνοια: Μιὰ μεγάλη κατανόηση

Τί σημαίνει μετάνοια; Συνήθως θεωρεῖται ὡς θλίψη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἕνα αἴσθημα ἐνοχῆς, μιὰ αἴσθηση στενοχώριας καὶ τρόμου γιὰ τὶς πληγὲς ποὺ προκαλέσαμε στοὺς ἄλλους καὶ στὸν ἑαυτό μας. Μιὰ τέτοια ἄποψη ὅμως εἶναι ἐπικίνδυνα ἀτελής.Η στενοχώρια καὶ ὁ τρόμος ὑπάρχουν πράγματι συχνὰ στὴ βίωση τῆς μετάνοιας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁλόκληρη ἡ μετάνοια, δὲν ἀποτελοῦν κἂν τὸ σπουδαιότερο τμῆμα μας. Ἂν θεωρήσουμε ὅμως κατὰ τρόπο κυριολεκτικὸ τὸν ὅρο μετάνοια, τότε θὰ βρεθοῦμε πιὸ κοντὰ στὴν καρδιὰ τοῦ ζητήματος. Μετάνοια σημαίνει «ἀλλαγὴ τοῦ νοῦ»: ὄχι ἁπλῶς λύπη γιὰ τὸ παρελθόν, ἀλλὰ μιὰ θεμελιώδης μεταμόρφωση τῆς ὅρασής μας, ἕνας μας τρόπος νὰ βλέπουμε τὸν ἑαυτό μας, τοὺς ἄλλους καὶ τὸν Θεό – σύμφωνα μὲ τὸν Ποιμένα του Ἐρμά, εἶναι «μιὰ μεγάλη κατανόηση». Μιὰ μεγάλη κατανόηση καὶ ὄχι, ἀναγκαστικά, μιὰ συναισθηματικὴ κρίση. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἕνας παροξυσμὸς τύψεων καὶ αὐτο-οικτιρμοῦ, ἀλλὰ μεταστροφή, ἐπανοτοποθέτηση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς μας στὴν Ἁγία Τριάδα.

Ὡς «μας νοῦς», ὡς μεταστροφὴ καὶ ἐπανατοποθέτηση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς, ἡ μετάνοια εἶναι κάτι τὸ θετικό, καὶ ὄχι ἀρνητικό. «Μετάνοιά ἐστι θυγάτηρ ἐλπίδος, καὶ ἄρνησις ἀνελπιστίας», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Δὲν εἶναι ἀπελπισία, ἀλλὰ σφοδρὴ ἀναμονή, δὲν εἶναι τὸ αἴσθημα πὼς κάποιος ἔφτασε σὲ ἀδιέξοδο, ἀλλὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ βγεῖ ἀπ’ αὐτό. Δὲν εἶναι αὐτομῖσος, ἀλλὰ ἐπιβεβαίωση τοῦ ἀληθινοῦ μου ἑαυτοῦ, του δημιουργημένου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Μετάνοια σημαίνει πὼς κοιτάζω, ὄχι πρὸς τὰ κάτω, στὶς δικές μου ἐλλείψεις, ἀλλὰ πρὸς τὰ πάνω, στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὄχι πρὸς τὰ πίσω αὐτομεμφόμενος, ἀλλὰ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μὲ ἐμπιστοσύνη. Μετάνοια εἶναι νὰ βλέπω ὄχι τὸ γιατί ἀπέτυχα νὰ γίνω κάτι, ἀλλὰ τί ἀκόμη μπορῶ νὰ γίνω μὲ τὴ Χάρη τοῦ Χριστοῦ.

Ὅταν ἡ μετάνοια ἑρμηνευθεῖ μ’ αὐτὴν τὴ θετικὴ ἔννοια, δὲν θεωρεῖται πλέον μιὰ ἁπλῆ πράξη, ἀλλὰ μιὰ συνεχὴς στάση. Στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία κάθε ἀνθρώπου ὑπάρχουν ἀποφασιστικὲς στιγμὲς μεταστροφῆς, στὴν παροῦσα ὅμως ζωὴ τὸ ἔργο τῆς μετάνοιας παραμένει πάντα ἀνολοκλήρωτο. Ἡ μεταστροφὴ ἢ ἡ ἐπανατοποθέτηση τοῦ κέντρου τῆς ζωῆς μας πρέπει συνεχῶς νὰ ἀνανεώνεται, μέχρι τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου, ὅπως τὸ κατανόησε ὁ ἀββᾶς Σισωής, «ἡ ἀλλαγή του νοὸς» πρέπει νὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ ριζική, καὶ ἡ «μεγάλη κατανόηση» ὅλο καὶ πιὸ βαθιά. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Θεοφάνη τὸν Ἔγκλειστο, «ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀφετηρία καὶ ὁ θεμέλιος λίθος τῆς μας ζωῆς μᾶς ἐν Χριστῷ, καὶ πρέπει νὰ εἶναι παροῦσα ὄχι μόνο στὴν ἀρχὴ ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς μας, καὶ νὰ αὐξάνεται καθὼς μεγαλώνουμε».

Ὁ θετικὸς χαρακτῆρας τῆς μετάνοιας γίνεται προφανὴς ὅταν σκεφτοῦμε τί προηγεῖται τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἤδη ἀναφέραμε, «μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Στὸν προηγούμενο στίχο ὁ εὐαγγελιστὴς παραθέτει τὸν στίχο 9, 2 του Ἠσαΐα: «ὁ λὰὸς ὁ πορευόμενος ἐν σκότει, ἴδετε φῶς μέγα· οἱ κατοικοῦντες ἐν χώρᾳ καὶ σκὶᾷ θάνάτου, φῶς λάμψει ἐφ᾿ ὑμᾶς». Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄμεσο πλαίσιο τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου γιὰ μετάνοια: προηγεῖται ἡ ἀναφορὰ στὸ «μέγα φῶς» ποὺ ἀνέτειλε γι’ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι, καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ μιὰ ἄλλη ἀναφορὰ γιὰ τὴν ἐγγύτητα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ μετάνοια, λοιπόν, εἶναι μιὰ φώτιση, μιὰ μετάβαση ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς, μετάνοια σημαίνει νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας στὴ θεϊκὴ ἀκτινοβολία, ὄχι νὰ καθόμαστε θλιμμένοι στὸ λυκόφως, ἀλλὰ νὰ χαιρετοῦμε τὴν αὐγὴ ποὺ ἔρχεται. Ἡ μετάνοια ἔχει ἐπίσης ἐσχατολογικὸ χαρακτῆρα, εἶναι ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὰ Ἔσχατα, ποὺ δὲν βρίσκονται ἁπλῶς στὸ μέλλον, ἀλλὰ εἶναι ἤδη παρόντα, τὸ νὰ μετανοοῦμε σημαίνει νὰ ἀναγνωρίζουμε πὼς ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βρίσκεται ἐν τῷ μέςῳ ἡμῶν, καὶ λειτουργεῖ ἀνάμεσά μας, καὶ ὅτι ἂν ἀποδεχτοῦμε τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας, ὅλα τὰ πράγματα θὰ γίνουν καινούρια μας μας.

Ἡ σύνδεση τῆς μετάνοιας καὶ τῆς ἔλευσης τοῦ μεγάλου φωτὸς εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική. Μέχρι νὰ δοῦμε το φῶς τοῦ Χριστοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε πραγματικὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Ὅσο ἕνα δωμάτιο παραμένει σκοτεινό, λέγει ὁ ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος, δὲν προσέχουμε τὴ βρωμιά, ὅταν ὅμως φέρουμε ἕνα δυνατὸ φῶς στὸ δωμάτιο – ὅταν δηλαδή, σταθοῦμε μπροστὰ στὸν Χριστὸ στὴν καρδιὰ μᾶς -, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε κάθε μόριο σκόνης. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν χῶρο τῆς ψυχῆς μας. Ἡ σειρὰ δὲν εἶναι νὰ μετανοήσουμε πρῶτα καὶ μετὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν Χριστό, μόνο ὅταν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἤδη εἰσχωρήσει, ὡς ἕνα βαθμό, στὴ ζωή μας, ἀρχίζουμε νὰ καταλαβαίνουμε ἀληθινά την ἀμαρτωλότητά μας.

Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀρχὴ τῆς μετανοίας: ἕνα ὅραμα ὀμορφιᾶς, ὄχι ἀσχήμιας: μιὰ συνειδητοποίηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι τῆς δικῆς μου ρυπαρότητας. «Μὰκάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Μάτθ. 5, 4), ἡ μετάνοια ἐκφράζει ὄχι ἁπλῶς τὸ πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ καὶ τὴν «παρηγοριὰ» ἢ «παράκληση» ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ βεβαιότητα τῆς συγχώρεσης τοῦ Θεοῦ. Ἡ «μεγάλη κατανόηση» ἢ «ἀλλαγή του νοὸς» ποὺ σημαίνει ἡ μετάνοια, συνίσταται ἀκριβῶς σὲ τοῦτο: στὴν ἀναγνώριση ὅτι τὸ φῶς λάμπει στὸ σκοτάδι, καὶ πὼς τὸ σκοτάδι δὲν καταπίνει το φῶς (Ἰωάν. 1, 5). Μετάνοια, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ἡ ἀναγνώριση πὼς ὑπάρχει καλὸ ὅπως καὶ κακό, ἀγάπη ὅπως καὶ μῖσος καὶ εἶναι ἡ βεβαίωση πὼς τὸ καλὸ εἶναι δυνατότερο, εἶναι ἡ πίστη στὴν τελικὴ νίκη τῆς ἀγάπης. Μετανοῶν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δέχεται τὸ θαῦμα πὼς ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Ἅπαξ καὶ δεχθοῦμε τοῦτο τὸ θαῦμα, τὸ παρελθὸν δὲν ἀποτελεῖ πλέον βάρος ἀνυπόφορο, γιατί πιὰ δὲν πιστεύουμε πὼς τὸ παρελθὸν εἶναι ἀμετάκλητο. Ἡ θεϊκὴ συγγνώμη σπάζει τὴν ἁλυσίδα τοῦ αἰτίου καὶ αἰτιατοῦ καὶ λύνει τοὺς κόμβους στὴν καρδιά μας, ποὺ ἀπὸ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς λύσουμε.

Ὑπάρχουν πολλοῦ ποὺ αἰσθάνονται θλίψη γιὰ τὶς περασμένες πράξεις μας, ἀλλὰ μας λένε στὴν ἀπόγνωσή μας: «δὲν μπορῶ νὰ συγχωρήσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ ὅσα ἔχω κάνει». Ἀνίκανοι νὰ συγχωρήσουν τὸν ἑαυτό μας, ἀδυνατοῦν νὰ πιστέψουν πὼς συγχωρήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως καὶ ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, παρὰ τὴν ἔνταση τῆς ἀγωνίας μας, δὲν ἔχουν ἀκόμη μετανοήσει σωστά. Δὲν ἔχουν ἀποκτήσει ἀκόμη τὴ «μεγάλη κατανόηση», διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει πὼς στὸ τέλος ἡ ἀγάπη θὰ νικήσει. Δὲν ἔχουν ἀκόμη ὑποστεῖ τὴ «μεταστροφὴ τοῦ νοῦ», ὅπως δηλώνεται στὴ φράση, «εἶμαι δεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸ ποὺ ἀπαιτεῖται ἀπὸ μένα εἶναι νὰ δεχθῶ τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι δεκτός». Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τῆς μετάνοιας.

Τοῦ ἐπισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Ware ,Ἀπὸ τὸ βιβλίο : Ἡ Ἐντὸς ἡμῶν Βασιλεία , Ἐκδόσεις Ἀκρίτας

-Ἡ μετάνοια ὡς ἀγάπη

Ἔχουμε συνηθίσει νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν μετάνοια καὶ ἔχουμε διαβάσει πολλὰ γιὰ αὐτήν. Ἐπίσης ἔχουμε ἀκούσει καὶ διαβάσει πολλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη. Εἶναι δύο πολὺ σπουδαῖες ἔννοιες, δύο πολὺ σπουδαῖες πραγματικότητες τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἡ ἐμπειρία μας ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τὸν ἑαυτό μας, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦν παρουσιάζει μεγάλες ὁμοιότητες μὲ τὸν τρόπο ποὺ οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι ἀγαποῦν. Ἔτσι παρατηροῦμε ὅτι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ μποροῦν νὰ ἀγαπήσουν ἔντονα τὸν ἄλλο, μποροῦν νὰ μετανοήσουν ἐξ ἴσου ἔντονα καὶ ριζικά, ἐνῷ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι κάπως σφιχτοὶ καὶ ἐπιφυλακτικοί, κλεισμένοι στὸν ἑαυτό μας, δυσκολεύονται καὶ νὰ μετανοήσουν.

Ἐπιπλέον ἄνθρωποι ποὺ ἀγαποῦν μὲν ἀλλὰ μὲ ἀστάθεια, (δηλαδὴ ὅταν ἀγαποῦν ἀφοσιώνονται, ἀλλὰ ὅταν περνάει λίγο ὁ καιρὸς ψυχραίνονται καὶ ὑπαναχωροῦν) μετανοοῦν καὶ μὲ ἀστάθεια.

Αὐτὲς οἱ ὁμοιότητες ὀφείλονται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ποιότητα καὶ ἡ ποσότητα τῆς μετανοίας, ἀκολουθοῦν τὴν ἀγαπητικὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ δοσμένη μέσα του μιὰ ἀγαπητικὴ δύναμη (στοιχεῖο του «κατ’ εἰκόνα»). Ὅμως, λόγῳ τῆς μεγάλης ποικιλίας τῶν ἀνθρώπινων χαρακτήρων καὶ τῶν συνθηκῶν ζωῆς, ἡ ἀγαπητικὴ δύναμη τοῦ καθενὸς δὲν εἶναι ἴδια, δὲν εἶναι ἴδιου βαθμοῦ, ἴδιας ποιότητας καὶ σταθερότητας. Μὲ ἄλλα λόγια ὁ βασικὸς μηχανισμὸς μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, εἶναι ἡ ἱκανότητα τῆς ἀγάπης ποὺ διαθέτει. Ἂν ἡ ἱκανότητα αὐτὴ εἶναι πλούσια, τότε πλούσια θὰ εἶναι καὶ ἡ μετάνοια, θὰ διαθέτει τὴν πληρότητα καὶ τὴν συνέπεια ποὺ ὁ θεὸς θέλει. Ἂν ἡ ἱκανότητα αὐτὴ θὰ εἶναι φτωχή, τότε φτωχὴ καὶ ἐλλιπὴς θὰ εἶναι καὶ ἡ μετάνοια.

Μετάνοια σημαίνει ἀλλάζω νοῦ, ἀλλάζω τρόπο σκέψης, γίνομαι καινούργιος ἄνθρωπος καὶ ἑπομένως ἀλλάζω πορεία. Ἄρα δὲν ἀκολουθῶ αὐτὸ ποὺ νόμιζα ἐγὼ ὅτι εἶναι τὸ συμφέρον μου, ἀλλὰ παραδίδω τὸν ἑαυτό μου στὸν Θεὸ γιὰ νὰ μὲ καθοδηγήσει. Κι εἶναι φανερὸ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ ἐμπιστευθοῦμε κάποιον ἐὰν δὲν τὸν ἀγαπᾶμε.

Μπορεῖ κάποιες ἄλλες μικρὲς πράξεις τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς νὰ γίνονται καὶ χωρὶς ἀγάπη. Ὅταν ὅμως πρόκειται νὰ ἐναποθέσουμε τὸν ἑαυτό μας ὁλόκληρο, τὴ μία καὶ μοναδική μας ζωὴ σὲ κάποιον, τότε χρειάζεται ἀγάπη γιὰ νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ τοῦ αὐτοπαραδοθοῦμε. Μετανοῶ συνεπῶς σημαίνει, ὅτι ἐπειδὴ ἀγαπῶ , παραδίδω τὸν ἑαυτό μου στὸν Θεό, ἐφαρμόζω καὶ τηρῶ τὶς ἐντολές Του, ὅπως ἐκεῖνος μᾶς τὸ ζήτησε: «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με.... καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτὸν»( Ἰωάν14:21).

Ὑπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ παράδοσή μας στὸν Θεὸ διὰ τῆς μετανοίας, διὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης, συνεπάγεται ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἀπαρνιόμαστε αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἕως τώρα ξέραμε, ἢ ἀγαπούσαμε, ἢ βρίσκαμε λογικό, καὶ ἐρχόμαστε σὲ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ὁ Ἀβραὰμ ἐξῆλθε σὲ συνάντηση μαζί Του, ἀφοῦ ὑπάκουσε στὴν πρόσκληση ποὺ τοῦ ἀπηύθυνε Ἐκεῖνος: «Φύγε ἀπὸ τὴ χώρα σου, ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου καὶ πήγαινε σὲ μιὰ χώρα ποὺ ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω» (Γὲν 12:1).

Αὐτὴ ἡ πρόσκληση στὸν Ἀβραάμ, ποὺ συνεπαγόταν ἀλλαγὴ τοῦ τόπου, ἐπαναλαμβάνεται πρὸς ἐμᾶς κάθε λεπτό, ὡς ἀλλαγὴ τρόπου: ὁ Θεός μας προτρέπει νὰ ἀφήσουμε πίσω μας αὐτὰ ποὺ ἔχουμε μάθει, τὸν τρόπο ποὺ ζοῦμε καὶ σκεφτόμαστε, καὶ νὰ κάνουμε αὐτὸ ποὺ Ἐκεῖνος λέει, νὰ Τὸν ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ φύγουμε πρὸς μία νέα χώρα, τὴν χώρα τῶν ἐντολῶν Του.

Τέλος, ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ τονίσω ἀκόμα εἶναι, ὅτι ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη, ποὺ ἀποτελεῖ μιὰ μορφὴ ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι τὸ αἴτιο καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μετάνοιας.

Δὲν ξέρω κατὰ πόσο ἡ ἀγωγή μας στὴν οἰκογένεια καὶ στὴν Ἐκκλησία ἔχει ἐπικεντρωθεῖ στὴ μετάνοια ὡς διαδικασία ἀγάπης. Ἀντίθετα ἡ μετάνοια συχνὰ παρουσιάζεται ὡς ὑποχρέωση, ποὺ προκύπτει ἀπὸ ἕναν σκληρὸ ἢ καὶ τιμωρὸ Θεό, ὁ ὁποῖος κρατάει ἕναν μεγεθυντικὸ φακὸ γιὰ νὰ ἐντοπίσει τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὸ τὸν Θεὸ μεταδίδουμε καὶ στὰ παιδιά μας. Ὅμως ὁ Θεός μας πλησιάζει γιὰ νὰ δεῖ κάθε καλό μας, ψάχνει νὰ βρεῖ ἀφορμὴ γιὰ νὰ μᾶς σώσει. Αὐτὸ τὸν Θεό μας δίδαξαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἴσως, μετὰ ἀπὸ τὰ παραπάνω, νὰ διαπιστώσαμε ὅτι δὲν διαθέτει ἡ μετάνοιά μας τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἀναφέρθηκαν. Δὲν πρέπει νὰ ἀπογοητευθοῦμε. Ὑπάρχουν σκαλοπάτια στὴν ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό. Ὁ Θεὸς εἶναι φιλάνθρωπος καὶ γνωρίζει ὅτι πολλὲς φορὲς δυσκολευόμαστε νὰ κάνουμε τὸ πρῶτο βῆμα.

Δέχεται λοιπὸν καὶ ἄλλες μορφὲς μετανοίας, πιὸ ἐλλιπεῖς, πιὸ προβληματικές. Γιὰ κάποιους ἀπὸ ἐμᾶς ἀρχικὸ κίνητρο γιὰ μετάνοια μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ φόβος ἢ ἡ ἐλπίδα γιὰ ἀνταμοιβή. Ὅμως, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πρῶτο κίνητρο, ὁ στόχος πρέπει νὰ εἶναι πάντοτε ἡ ἀγάπη. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ χρειάζεται μιὰ συνειδοποίηση τῆς προσωρινότητας τοῦ σκαλοπατιοῦ στὸ ὁποῖο βρισκόμαστε τώρα, διότι μᾶς καλεῖ στὸ ἑπόμενο.

(περίληψη ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του π. Βασιλείου Θερμοῦ,

«Περάσματα στὴν ἀπέναντι ὄχθη», ἐκδόσεις «Ἐν πλώ»).

-Μετανοοῦντες καὶ ἀμετανόητοι

Ἡ στιγμὴ τῆς προσέλευσης τοῦ ὀρθόδοξου πιστοῦ στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ἀποτελεῖ μιὰ κορυφαία στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Τότε εἶναι ποὺ μπορεῖ νὰ ζήσει τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας του. Ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν ἴδιο λόγο προσέρχονται; Σχηματικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφερθοῦμε σὲ τρεῖς διαφορετικοὺς τύπους προσέγγισης στὸ μυστήριο:

Ὁ θρησκευτικὸς ἢ ἐνοχικὸς ἄνθρωπος

Ἔχει ἀποφασίσει γιὰ τὸν ἑαυτό του, φταίει, ἔχει παραβεῖ τὸ νόμο καὶ θέλει νὰ τιμωρηθεῖ. Ἔρχεται γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὶς συνέπειες τῆς παράνομης πράξης του. Ἡ ἐξομολόγηση ἀποτελεῖ μιὰ τυπικὴ διαδικασία ἀπονομῆς δικαιοσύνης. Ἐπιλέγει τὸν πιὸ αὐστηρὸ ἐξομολόγο, γιὰ νὰ τοῦ ἐπιβάλει αὐστηρὰ ἐπιτίμια, γιὰ νὰ εἶναι ἡ διαδικασία ἔγκυρη. Πρέπει νὰ τὸν συμβουλεύεται καὶ στὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια. Κάθε πράξη του ἀποκτᾶ ἀπίθανες διαστάσεις, ἀφοῦ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει τὴν Κερκόπορτα, ἀπὸ ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ μπεῖ ὁ διάβολος. Ἀποφεύγει τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους γιατί εἶναι ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν κόλαση. Τὸ ἄλλο φῦλο, ὁ/ἡ σύντροφός του, οἱ συγγενεῖς, οἱ συνάδελφοι, οἱ κοσμικοί, ὁ ἐπίσκοπος, ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι δυνάμει ἐχθροί. Μόνο καταφύγιο ὁ πνευματικός του. Ἕνας πνευματικὸς ποὺ εἶναι διαθέσιμος κάθε στιγμή, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ λέει τὶς ὅποιες δυσκολίες ἀντιμετωπίζει. Ἕνας Ἱερέας ποὺ δὲν ἔχει προσωπικὸ χῶρο καὶ χρόνο.

Δημιουργεῖται ἕνα παθολογικὸ δίδυμο πνευματικοῦ καὶ πνευματικοῦ τέκνου, ποὺ καλύπτει παθολογικὲς καταστάσεις. Διακόπτεται ἡ ἐπικοινωνία μὲ κάθε τρίτο πρόσωπο (σύντροφος, γονιός, φίλος) ποὺ μπορεῖ νὰ σχολιάσει ἀρνητικὰ αὐτὴ τὴ σχέση, καὶ εὐνοεῖται μόνο ἡ ἐπικοινωνία μὲ κάποιους ἄλλους ἐξομολογούμενους, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν καὶ αὐτοὶ τὴν στάση του μὲ τὸ νὰ ὑμνοῦν, τὸν κοινὸ πνευματικό μας. Ἂν μάθει ὅτι κάποιος πνευματικὸς στέκεται μὲ κατανόηση ἀπέναντι στὰ πρόσωπα ποὺ ἔχουν ἁμαρτήσει, τότε ἀναστατώνεται. Ὁ πνευματικὸς αὐτὸς καθίσταται ἀνενεργός, ἐπικίνδυνος καὶ ὄργανο τοῦ διαβόλου. Δὲν θὰ ἄντεχε ποτὲ ἕναν Ἱερέα ποὺ νὰ ἀγγίζει τὰ τραύματα τοῦ ἀνθρώπου μὲ θεραπευτικὴ τρυφερότητα. Ἡ προσέλευσή του στὴν ἐξομολόγηση δὲν ἀφορᾶ τὴ μετάνοια. Τὰ μυαλά του εἶναι καθηλωμένα στὴ νομικὴ ἀντίληψη τῶν πράξεων.

Ὁ κοσμικὰ θρησκευόμενος ἄνθρωπος

Προσέρχεται στὴν ἐξομολόγηση γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπὶ μέρους θρησκευτικές του ἀνάγκες. Μπορεῖ νὰ συμμετέχει στὶς ἀκολουθίες καὶ τὰ μυστήρια, ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπει τὴν ἀλλοίωσή του ἀπὸ αὐτά. Ἐξωτερικὰ εἶναι «σίγουρος» ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τακτοποιήσει τὰ πάντα. Ὅμως πάντα παραμένει ἀνασφαλῇς ἄνθρωπος ποὺ δὲν τολμᾶ νὰ σχετιστεῖ, γιατί κάθε γνήσια σχέση εἶναι ἀπειλὴ γιὰ τὴν ἰσορροπία του, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ καταδείξει τὴν κενότητά του. Νοιώθει αὐτάρκης καὶ ἱκανοποιημένος γιὰ τὴ στάση του. Αὐτὸς κάνει ὅ,τι πρέπει. Οἱ ἄλλοι φταῖνε. Οἱ ἄλλοι δημιουργοῦν τὰ προβλήματα. Οἱ ἄλλοι γίνονται ἡ κόλαση, ὅταν ἐπιζητοῦν νὰ ὑπάρχουν ὡς διαφορετικὰ πρόσωπα. Οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ ὑπάρχουν γιὰ νὰ τὸν ἐπιβεβαιώνουν. Πρέπει νὰ λένε πόσο καλὸς καὶ πόσο σωστὸς εἶναι. Ἐπὶ πλέον χρειάζονται γιὰ νὰ τὸν φροντίζουν, νὰ τὸν διευκολύνουν καὶ νὰ τὸν ἐξυπηρετοῦν. Ἑπομένως παραμένει πάντα μόνος, ἔστω καὶ ἂν περιστοιχίζεται ἀπὸ ἄλλους ἀνθρώπους. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν Θεὸ ἔχει διαφυλάξει ἕναν ἀντίστοιχο ρόλο. Θὰ πρέπει νὰ τοῦ ἐπιβεβαιώνουν τὴν πορεία του. Θὰ πρέπει νὰ καθησυχάζουν τὶς ἀγωνίες του. Θὰ πρέπει νὰ τοῦ καλύπτουν τὶς δυσκολίες του. Τότε αὐτὸς θὰ μετέχει στὴν Ἐκκλησία, θὰ νοιώθει μέλος μας, θὰ ἐκκλησιάζεται καὶ θὰ τοῦ εἶναι ἀρεστὸ νὰ μετέχει καὶ στὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο μας. Θὰ συνεισφέρει οἰκονομικὰ στὴν ἐνίσχυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου, ἀφοῦ αὐτὸ θὰ πιστοποιεῖ τὴν ἀναγόρευσή του ὡς εὐεργέτη. Ἀφοῦ παραχώρησε στὸν Θεὸ κάποια χρήματά του καὶ κάποιο χρόνο, θεωρεῖ ὡς αὐτονόητο ὅτι καὶ ὁ Θεός, θὰ πρέπει νὰ τοῦ εἶναι ὑπόχρεος. Ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ δείξει κατανόηση στὶς ὅποιες ἀτέλειές του, ποὺ σίγουρα δὲν εἶναι μας, ἀφοῦ οὔτε σκότωσε, οὔτε ἔκλεψε...

Ἀντίστοιχα ἀντιμετωπίζει τὸν Ἱερέα, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὑπάλληλο γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν θρησκευτικῶν του ἀναγκῶν. Ἂν τύχει ὁ Ἱερέας καὶ δὲν ψέλνει καλά, δὲν τελειώνει σύντομα τὶς ἀκολουθίες, καὶ δὲν τοῦ χαμογελάει μὲ τιμὴ κάθε φορὰ ποὺ τὸν βλέπει, τότε πρόκειται γιὰ ἕναν κακὸ ὑπάλληλο. Πολὺ περισσότερο ἂν τυχὸν ὁ Ἱερέας δὲν θελήσει νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἀνάγκες του γιὰ μαγικὴ θρησκευτικότητα. Τότε ἡ γλυκύτητα καὶ ἡ ἀνοχή του ἀπέναντι στὸν Ἱερέα ἐξαντλοῦνται. Τότε θὰ τοῦ ἐπιτεθεῖ καὶ θὰ τὸν διαβάλλει. Τότε θὰ τὸν θεωρήσει ὀπισθοδρομικό. Τότε θὰ διακόψει κάθε σχέση μαζί του καὶ θὰ φροντίσει νὰ βρεῖ κάποιον ἄλλον Ἱερέα ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀπαιτήσεις του. Τότε θὰ διακόψει κάθε σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐκσυγχρονίζεται καὶ ζητᾶ νὰ ἀνακατεύεται στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀντί... νὰ παραμένει στὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα. Τέλος ἂν κάποια στιγμή, ὅταν τοῦ συμβεῖ κάτι ὄντως κακό, τότε θὰ ἀναρωτηθεῖ: «γιατί νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο σὲ μένα;». Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δίκαιος ἢ δυνατός, ἀφοῦ δὲν προστατεύει αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔκαναν τὴ χάρη νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ὕπαρξή του. Καὶ παραμένει στὸ ψευδῆ ἑαυτό του. Δὲν ἔχει τὴν στοιχειώδη αὐτογνωσία. Γι΄ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει κάτι νὰ ἐξομολογηθεῖ.

Ὁ αὐθεντικὸς πιστὸς ἄνθρωπος

Βρίσκεται σὲ μιὰ συνεχῆ πάλη μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν Θεό, καθὼς ἀναζητᾶ τὸ πρόσωπό του. Γνωρίζει ὅτι εἶναι ἐλεύθερος. Ἔχει αὐτὸ τὸ δικαίωμα ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἔχει συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ ἐλευθερία εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι τὸ δεδομένο τῆς ζωῆς του. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω του τὸν δυσκολεύουν, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἀποτελοῦν καὶ τὴν ἐλπίδα του. Στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις ἔχει συναντήσει ὅ,τι καλύτερο μπορεῖ νὰ τοῦ συμβεῖ: Τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ταυτόχρονα ὅμως ἔχει ζήσει καὶ ἀνθρώπινες σχέσεις ποὺ τὸν δυσκόλεψαν. Ὅμως γνωρίζει ὅτι ἂν θὰ χρέωνε τὴν ἀποτυχία του στοὺς ἄλλους, τότε ἡ ἀνακούφισή του θὰ ἦταν μόνο προσωρινή. Γιὰ αὐτὸ καὶ ψάχνει μέσα του τὴν ὅποια διέξοδο. Γιὰ τὴν ἀναζήτηση γνωρίζει ὅτι δὲν εἶναι ἐπαρκεῖς μόνο οἱ δικές του δυνάμεις. Ὄχι ἀπὸ μιὰ ψεύτικη ταπεινοφροσύνη, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ σιγουριὰ ὅτι ἐνῷ ἔχει πετύχει πολλὰ καὶ σημαντικὰ πράγματα στὴν ζωή του, αὐτὰ δὲν εἶναι ἀρκετὰ νὰ τοῦ δώσουν μιὰ γνήσια διέξοδο. Ἀναζητᾶ τὴν σχέση του μὲ τὸν Θεό. Ἀνάμεσα στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ δικό του, μπαίνουν οἱ ἀντιλήψεις περὶ Θεοῦ καὶ οἱ δικές του ἀτέλειες. Ἐμπιστεύεται ὅμως τὸν Θεὸ καὶ ἐλπίζει σὲ Αὐτόν. Οἱ ὅποιες ἀποτυχίες ἢ ἐπιτυχίες του, μπορεῖ προσωρινὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ταυτόχρονα δύναται νὰ καταστοῦν ἐφαλτήριο γιὰ τὴν πνευματική του ζωή. Ὅταν ὅμως κάποιες στιγμές -πόσες ἄραγε μέσα στὴ ζωή; Φανερωθεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ σχέση μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τότε μιὰ γνήσια βαθιὰ χαρὰ γεμίζει τὴν ὕπαρξή του. Ταυτόχρονα ὅμως καὶ μιὰ λύπη ἁπλώνεται. Γιατί; Ἀπαιτήθηκε τόσος χρόνος ζωῆς γιὰ νὰ μπορέσω νὰ δῶ αὐτὸ ποὺ ὑπῆρχε πάντα γύρω μου, πλάϊ μου, μέσα μου. Καὶ τότε εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς μετανοίας. Μιὰ μετάνοιας ὅπου ὁ νοῦς μεταστρέφεται, ὄχι λόγῳ κάποιας ψυχολογικῆς πίεσης, ἀλλὰ λόγῳ φωτισμοῦ.

Μπόρεσα νὰ δῶ διαφορετικά, ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία καὶ τὰ πράγματα καθάρισαν. Πλησιάζω τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς. Παίρνω τὴν εὐθύνη νὰ προσεγγίσω τὴν πηγή. Ἡ πηγὴ ὑπάρχει ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνω καὶ ἐγὼ τὸ βῆμα γιὰ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ τὸ θαῦμα. Ὅπως ὁ παραλυτικὸς ἔπρεπε νὰ σηκώσει τὸ κρεβάτι του γιὰ νὰ ζωντανέψουν τὰ πόδια του. Ὅπως ὁ τυφλὸς ποὺ ἔπρεπε νὰ πάει στὴν πηγὴ καὶ νὰ πλύνει τὴ λάσπη τῶν ματιῶν του γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ. Κάποιοι θὰ ποῦν, ὅτι μᾶλλον πρέπει νὰ ταλαιπωρηθεῖ ὁ ἁμαρτωλὸς γιὰ νὰ ἀποδείξει τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά του. Σὰν νὰ λέμε, νὰ ἐκτίσει τὴν ποινή του, νὰ πληρώσει τὸ πρόστιμο τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη μιζέρια δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιπροσωπεύει ἕνα πανάγαθο Δημιουργὸ τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης. Μοῦ ζητᾶ νὰ τὸν προσεγγίσω καὶ νὰ συμμετάσχω ἐνεργὰ στὴν ἀποκατάστασή μου. Μοῦ ζητᾶ νὰ ἀναλάβω μέρος τῆς θεραπείας μου. Δὲν μετανιώνω μὲ τὸ νὰ κλαίω ἀπαρηγόρητος, μὲ μαῦρα καὶ μίζερα δάκρυα αὐτομομφῆς, ἀλλὰ τὰ δάκρυά μου καθαρίζουν τοὺς σκονισμένους ὁρίζοντές μου, καὶ τότε ὁ πνευματικός- ἐξομολόγος γίνεται ἡ εὐκαιρία. Θὰ μπορέσει νὰ μοῦ πιστοποιήσει τὴ γνησιότητα ἢ τὴν ψευδαίσθηση. Θὰ μπορέσει νὰ διαπλατύνει τὸ πεδίο μου μὲ τὴν δική του ἐμπειρία. Θὰ μπορέσει νὰ μὲ ὁδηγήσει καὶ σὲ ἄλλες πλευρὲς ποὺ μένουν σκοτεινές. Τότε ἡ μετάνοια εἶναι εὐκαιρία, καὶ ταυτίζεται μὲ τὴ ζωή. Μὲ τὴν ἐλπίδα. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ γίνει. Ἀντίθετα ἡ ἄρνησή μας μετάνοιας ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἄρνηση τῆς ζωῆς.

Μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ψυχαναγκαστικὴ ἀπαρίθμηση πράξεων ποὺ ἀποδεικνύουν τὴν ἐνοχή μου.

Μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀπόφασή μου νὰ μὴν ξανααμαρτήσω, ποὺ θὰ συνδυάζεται μὲ τὸ νὰ σταματήσω νὰ ζῶ.

Μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας μου καὶ ἡ παράδοσή σε κάποιον ἄλλον ποὺ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ ἀποφασίζει γιὰ μένα.

Μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ ἰσοπέδωση τῆς προηγούμενης ζωῆς του μετανοοῦντος, στὴν ὁποία δὲν ὑφίσταται κάτι θετικὸ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀξιοποιηθεῖ καὶ στὴ νέα φάση.

Μετάνοια εἶναι τὸ πέταγμα ἑνὸς ἄχρηστου βάρους ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἐλευθερία.

Μετάνοια εἶναι ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ συνάντησή μου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ γίνει δημιουργική, γιατί ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου Υἱοῦ, εἶναι μιὰ ἱστορία συνάντησης ἑνὸς πολὺ καλοῦ πατέρα καὶ ἑνὸς πολὺ δυνατοῦ παιδιοῦ.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δ. Καραγιάννη «Ρωγμὲς καὶ ἀγγίγματα», ἐκδόσεις Ἁρμός. Ἐπιτομὴ ἀπὸ τὸν π. Ἰωάννη Καλογερόπουλο

 

© Copyright 2025 Ιερός Ναός Προφήτου Ηλιού Παγκρατίου Back To Top